Πρωτοβρέθηκα στο χώρο του «Επικούρειου» γύρω στα 10, κάποια ζεστή βραδιά Αυγούστου, καθισμένη στα πέτρινα σκαλιά της τότε αστυνομίας να περιμένω το μπαμπά μου -επαγγελματία οδηγό- να τελειώσει την κατάθεση που έδινε μετά από ένα σοβαρό τροχαίο.
Ξαναπάτησα εκείνα τα σκαλιά με σφιγμένο στομάχι, πολλά χρόνια μετά, κρατώντας από το χέρι την 5χρονη κόρη μου για να δώσουμε μαζί με κάποιους λίγους φίλους μερικά ρούχα και παιχνίδια στα προσφυγάκια που «φιλοξενούνταν» στον πίσω χώρο. Το όργανο της τάξης μας άνοιξε την πόρτα και τα γεμάτα θλίψη παιδικά μάτια συναντήθηκαν με τα απορημένα μάτια της κόρης μου. Οι σακούλες ανοίχτηκαν αστραπιαία, το περιεχόμενο τους μοιράστηκε, τα μπουφάν και οι μπλούζες ζέσταναν τα παιδικά κορμάκια και τα παιχνίδια βρήκαν καινούρια χεράκια να τα παίξουν. Γιατί μένουν εδώ μαμά; Δεν έχουν σπίτι; Γιατί δεν πάνε σχολείο; Αυθόρμητες ερωτήσεις ενός 5χρονου που δεν μπορούν να απαντηθούν μονολεκτικά από ένα 30χρονο…..
Ο καιρός περνούσε. Οι πρόσφυγες στοιβάζονταν σαν σαρδέλες και συνέχιζαν να μας κοιτούν μέσα από τα κάγκελα της πίσω αυλής. Οι τοίχοι του μεγάλου παρατημένου κτιρίου συνέχιζαν να ακούν τους αναστεναγμούς, τους ψιθύρους, τις φωνές και ενίοτε τους καβγάδες τους. Άραγε οι τοίχοι ακούν; Για τα ανθρώπινα αυτιά κάποιων πολύ αμφιβάλλω.
Εκείνη την περίοδο όμως κάποιοι άλλοι τοίχοι άκουγαν τις συζητήσεις του Νίκου, του Στέλιου, της Μαριάννας, του Γιάννη, του Τάκη, της Αλέκας, της Λίτσας, του Μανώλη, της Όλγας. Δημιουργία Κινηματογραφικής Λέσχης. Η μαύρη μεγάλη καγκελόπορτα ακούστηκε να τρίζει με ευχαρίστηση όταν άνοιξε για να περάσουν η μεταχειρισμένη μηχανή προβολής, τα δανεικά (και αγύριστα ) από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου καθίσματα και το σιδερωτήριο της Μαριάννας: Έπρεπε οι μπλε βελούδινες κουρτίνες που κάλυπταν τα μεγάλα παράθυρα της αίθουσας προβολής να είναι άψογα σιδερωμένες. «Το πέρασμα στην Ινδία» ήταν η πρώτη ταινία που παίχτηκε, ο καταμουτζουρωμένος Ιπποκράτης έβαλε όλη την τέχνη του και οι θεατές εκείνης της πρώτης προβολής κάθονταν ακόμα και κατάχαμα.
Η Θεατρική Ομάδα και η Μουσική Παρέα βρήκαν και αυτές εκεί το σπίτι τους. Συνυπάρξαμε όλοι μέσα από τους άγραφους κανόνες των αυτοδιαχειριζόμενων χώρων, είδαμε καταπληκτικές ταινίες, παρακολουθήσαμε θεατρικές παραστάσεις που θα ζήλευαν αντίστοιχες επαγγελματικές, ακούσαμε υπέροχες μουσικές, αλλά πάνω από όλα μιλήσαμε. Μιλήσαμε πολύ, ανταλλάξαμε σκέψεις, απόψεις, αγωνίες, όχι μόνο μεταξύ μας, αλλά μαζί με αξιόλογους ανθρώπους της Τέχνης και του Πολιτισμού (καθόλου τυχαία τα κεφαλαία αρχικά γράμματα) που είχαμε την τιμή να φιλοξενήσουμε στο χώρο αυτό.
Δε θέλω άλλο τίποτα να θυμηθώ. Με πόνεσε πολύ η μίζερη εικόνα των χθεσινών «εγκαινίων». Άνθρωποι που δεν οραματίστηκαν, δεν πέρασαν από την μαύρη μεγάλη καγκελόπορτα, δεν κάθισαν στα δανεικά καθίσματα μαζί να πιούμε από την σούμα του Αργύρη, έκοψαν με παγωμένο χαμόγελο μια κορδέλα, έφαγαν τα καναπεδάκια του κέτερινγκ και έφυγαν βιαστικά για αλλού……
Λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα μαζί με το Στέλιο και το Νίκο τραγουδήσαμε Δήμο Μούτση στη βιβλιοπαρουσίαση του «Λιμενοβραχίονα» του Μιχάλη Τσιμπλάκη.
Το βράδυ στον ύπνο μου η μαύρη μεγάλη καγκελένια πόρτα του «Επικούρειου» μου παραπονέθηκε ότι δεν άκουσε ούτε αποσπάσματα από το βιβλίο, ούτε τις μουσικές από τα τραγούδια μας.
Αυθόρμητες ερωτήσεις μιας καγκελόπορτας που δεν μπορούν να απαντηθούν μονολεκτικά από μία 59χρονη….
ΥΓ. Ευγνωμοσύνη στο Νίκο Τσούλο για το κλικ που μου χάρισε στην μαύρη μεγάλη καγκελόπορτα λίγο πριν την αποχαιρετίσουμε (ελπίζω όχι οριστικά….)
Δεμερτζή Πένη