Στα χωμάτινα γήπεδα η μπάλα μπιστάει ανεξέλεγκτα. Έτσι πετάει και η είδηση. Ολοκληρώνεται ένας κρίσιμος οδικός άξονας. Εκείνο όμως που θα προβληθεί θα είναι οι πολυετείς λακκούβες των δρόμων. Εικονογραφείται κιόλας: «Έσπασα τη ζάντα, κύριέ μου. Ποιος θα μου την πληρώσει;».
Γίνεται η εξιχνίαση ενός περίπλοκου εγκλήματος, εκείνο όμως που θα προβληθεί θα είναι η κλοπή σ’ ένα ψιλικατζίδικο: «Φοβόμαστε να βγούμε από τα σπίτια μας». Δίνεται ένα επίδομα σε μια ομάδα πολιτών, θα προβληθεί όμως ένα άλλο που κόπηκε σε ορισμένους. Πάει καλά ένας δείκτης (εξαγωγές π.χ.), προβάλλεται όμως ότι «αυτό δεν φτάνει στον κόσμο». Και πάει λέγοντας.
Το θετικό έργο πρέπει οπωσδήποτε να επισκιαστεί από ένα πολύ πιο πληθωρικό αρνητικό. Δεν πρέπει φυσικά να παγιδευτεί κανείς στην επωδό παλαιών κυβερνήσεων, ότι «δεν προβάλλουμε το έργο μας». Αλλά έχει παραγίνει αυτή η σκίαση, η αποσιώπηση, η παραποίηση. Δίνονται αναπτυξιακά κονδύλια στις «νεοδημοκρατικές» Περιφέρειες, αποσιωπάται η πηγή τους. Πλασάρονται όχι ως πολιτική της κυβέρνησης, αλλά ως γενναιοδωρία και καπατσοσύνη του τοπάρχη. Γενικώς κυριαρχεί η κλοπή της δουλειάς του άλλου.
Είναι, όμως, θέμα μόνο της οργανωμένης διαδικτυακής δουλειάς της Νέας Δημοκρατίας ή των αντιπολιτευόμενων ΜΜΕ; Ή θέμα μιας εκτεταμένης πολιτικάντικης φιλαυτίας, ή υπάρχει και μια ηδονοθηρία που σχετίζεται με κάθε μορφή αποκαθήλωσης, που σχετίζεται με τη συκοφαντική περιγραφή, με το ζουμ στις πληγές του θύματος;
Υπάρχει ένα υπόστρωμα που διευκολύνει την τερατολογία, αφού έτσι κάνει δύο δουλειές: κατακεραυνώνει την κυβέρνηση ακόμη και για τα όποια καλά κάνει και συγχρόνως απαλλάσσει τον ολοφυρόμενο από κάθε μορφή ευθύνης. Σ’ αυτή την αγωγή έχουν σημαντική ευθύνη όλοι, αλλά και η Αριστερά. Αμέτοχος, ανεύθυνος, ιπτάμενος, πάντα αθώος.
Και μια και ξεκινήσαμε από το γήπεδο, όταν παίζαμε πιτσιρικάδες κάναμε (μ)πλονζόν, περιττές, φλύαρες ντρίμπλες, κλωτσιές στο καλάμι του αντιπάλου, τζαρτζαρίσματα, τρικλοποδιές, κρυφά και άτιμα φάουλ. Μια πτώση σε χωμάτινο γήπεδο σήμαινε (και σημαίνει) γδαρμένους αγκώνες και γόνατα, καμιά φορά ανοιγμένο κεφάλι, σίγουρα καυγά και πλακώματα με τον δράστη.
Οι μάχες και οι διεκδικήσεις ήταν σκληρές, το μπουλούκι των παικτών έπεφτε ολόκληρο πάνω στην μπάλα, ένα κοπάδι που κλώτσαγε αέρα ή κνήμες, σπάνια την μπάλα. Γύρω – γύρω από το γηπεδάκι μαζεύονταν θεατές. Οικοδόμοι ή εργάτες που είχαν σχολάσει, ξυλουργοί που ξέκλεβαν λίγη ώρα από τη δουλειά, κοπρίτες που σκότωναν την ώρα. Φώναζαν, καθοδηγούσαν, «δώσε στον Σωτήρη», «αργείς», «κλάδεψέ τον», «είσαι άχρηστος» κ.λπ.
Οι καθοδηγητές, οι κριτές, οι ενιστάμενοι «προπονητές της εξέδρας», ήταν κόκκινοι απ’ το ποτό και την υπέρταση, κοιλαράδες, δεν είχαν παίξει ποτέ, διάβαζαν όμως αθλητική εφημερίδα, μάλωναν τις Κυριακές για το οφ σάιντ. Αμέτοχοι και παθιασμένοι, ανέθεταν στον πιτσιρικά τον ρόλο που δεν τολμούσαν, το έδαφος που δεν βάδιζαν, την μπουνιά που δεν έδωσαν. Ταπεινοί και ταπεινωμένοι, περιφερόμενοι θεατές, έκριναν, κατηγορούσαν, ενοχοποιούσαν. Βίαιοι, ταπεινοί και καταφρονεμένοι, προσπαθούσαν να επιζήσουν σε μια πλάκα που δεν τους περιείχε. Ούτε τους απευθυνόταν. Ναι, η μπάλα ήταν η βασικότερη μορφή Παιδείας. Και η θέασή της η βασικότερη μορφή ευθυνοφοβίας. Η κουλτούρα ανάθεσης, η παιδεία του αμέτοχου, η μπλόφα του πάντοτε αθώου «Εσύ να μου βρεις τη λύση», πολύ περισσότερο η κολακεία της γκρίνιας, της απαίτησης και του εγωιστικού «δικαιωματισμού», δεν οφείλεται στην Αριστερά, αλλά οφείλεται και στην Αριστερά. Δεν ανατάσσεται εύκολα, δεν εκλογικεύεται δόκιμα, κυρίως δεν ομολογείται. Έχουμε καιρό. Σε τρία τέρμινα θα τα καταφέρουμε.
ΠΗΓΗ:ΑΥΓΗ