Ο φιλόλογος και τ. προϊστάμενος του Ιστορικού Αρχείου Σάμου, κ. Χρίστος Λάνδρος γράφει για το νέο βιβλίο του Γιώργου Κ. Αγγελινάρα.
Οι γνώσεις μας για τον Κουκούλη πέρα από την προφορική παράδοση και τις εκφράσεις θαυμασμού όσων είχαν την τύχη να τον ακούσουν, περιορίζονταν σε ένα δημοσίευμα του αείμνηστου δασκάλου Νικολάου Δημητρίου στο περιοδικό Απόπλους[1], στο εμβατήριο που συνέθεσε κατά την ένωση της Σάμου με την Ελλάδα το 1912, στίχους και μέλος, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αιγαίον και στο βιβλίο του Η νήσος Σάμος[2]. Ο Δημητρίου στο άρθρο του ανέφερε ότι «έψαλλε πάντα βυζαντινά και μόνο», παρόλο που ήταν γνώστης και της ευρωπαϊκής μουσικής και ότι συνέγραψε και μια «θεωρία της Βυζαντινής Μουσικής». Αυτή η «στοιχειώδης» θεωρία εκδίδεται τώρα από τον μουσικοδιδάσκαλο Γεώργιο Κ. Αγγελινάρα, που είχε στη διάθεσή του δακτυλόγραφο αντίγραφο χειρογράφου του Κουκούλη. Το πρωτότυπο είχε δωρηθεί στην Ιερά Μητρόπολη Σάμου και Ικαρίας, στα αρχεία της οποίας και φυλάσσεται. Η όλη επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τον πρωτοψάλτη και μουσικοδιδάσκαλο Νικόλαο Πρώιο.
Το νέο βιβλίο συνδυάζει θεωρία και πράξη. Θεωρία από έναν πολύ σπουδαίο μουσικοδιδάσκαλο και έξοχο ερμηνευτή των βυζαντινών ύμνων και πράξη με μια σύντομη διδασκαλία βυζαντινής παρασημαντικής και μουσική σύνθεση του μεγάλου εσπερινού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου όπως επί σειρά ετών ψάλλεται στον ομώνυμο ναό Νέου Καρλοβάσου. Η ταχύρρυθμη διδασκαλία και ο εσπερινός είναι έργα του εξίσου μεγάλου μουσικοδιδασκάλου Γεωργίου Κ. Αγγελινάρα. Θεωρία και πράξη από δυο μεγάλους μουσικοδιδασκάλους της Σάμου.
Γιώργος Κ. Αγγελινάρας |
Το χαρακτηριστικό όλων των κειμένων είναι η λιτότητα. Πολύ σύντομη, αλλά απαραίτητη, η βιογραφία του Ιωάννη Κουκούλη από τον Γ. Αγγελινάρα δικαιωματικά προηγείται του όλου βιβλίου, ενώ εικόνες από χειρόγραφο του θεωρητικού του Γρ. Κωνσταντά συνδέει τους τρεις μουσικοδιδασκάλους και μαζί με αυτούς την εκκλησιαστική παράδοση της Σάμου από τον 19οαιώνα μέχρι σήμερα. Στο κεφάλαιο «Περί μουσικής» ο Κωνσταντάς απαντά σε σχετικό ερώτημα: «Η μουσική είναι μία ωραία τέχνη ή μάλλον επιστήμη διά της οποίας δύναται ο άνθρωπος να θεραπεύη τας διαφόρους του θλίψεις, να αποκτά ευγενή αισθήματα, να δοξολογή τον Θεόν και συγχρόνως να αισθάνηται το μεγαλείον αυτού». Ο Κουκούλης στον δικό του ορισμό εντάσσει την εκκλησιαστική στην ελληνική μουσική, η οποία εξελίχθηκε από τη μουσική του αρχαίου θεάτρου στα χρόνια του Βυζαντίου με την επίδραση του χριστιανισμού. Η ανάπτυξη του θεωρητικού στηρίζεται στον ορισμό και τη διαίρεση, δυο μεθόδους της Λογικής οι οποίες προσλαμβάνονται εύκολα από τους σπουδαστές της μουσικής, εξαιτίας της ακρίβειας και της σαφήνειας που προβάλλουν. Αρμονία, ρυθμός, λόγος και ήθοςσυγκροτούν τα στοιχεία της εκκλησιαστικής μουσικής, ενώ εν συνόλω η μουσική αυτή διαιρείται σε δύο μέρη: την μελωδίακαι την μελοποιία. Όλα αυτά τα στοιχεία εξειδικεύονται στη συνέχεια και αναλύονται με πιο συγκεκριμένες έννοιες και κατηγορίες. Έτσι το θεωρητικό προχωρεί παραγωγικά με σύνολα και υποσύνολα.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στους χαρακτήρες, στα διαστήματα, στα σημεία ποσότητας και ποιότητας, στις συνθέσεις και τη δυναμική των χαρακτήρων, στη σύγκριση με την αρχαία μουσική, στα γένη, στους ήχους και στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα εκάστου ήχου, στο χρόνο, στο ρυθμό, στο ύφος και σε άλλα πολλά. Όλα τα παραπάνω με σύντομα και απλά παραδείγματα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ως εφαρμογή της θεωρίας εκδίδεται η ακολουθία του πανηγυρικού εσπερινού Κοιμήσεως της Θεοτόκου, «μετ’ επιταφίου» όπως ψάλλεται στο Καρλόβασι κατά την ιεροσολυμιτική παράδοση, την οποία μετέφεραν Σαμιώτες αγιοταφίτες κληρικοί. Ο άρχων μαΐστωρ της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Γ. Κ. Αγγελινάρας, που εδώ και μερικές δεκαετίες είχε συνθέσει την ακολουθία του πανηγυρικού αυτού εσπερινού την δημοσιεύει για πρώτη φορά εντύπως αφιερώνοντάς την στη μνήμη του «λαμπρού φιλολόγου και μουσικωτάτου πρωτοψάλτου» Κωνσταντίνου Ε. Γιαννούτσου, αγαπητού φίλου, λάτρη της βυζαντινής μουσικής και έξοχου ερμηνευτή της. Η ακολουθία δοκιμασμένη επί του αναλογίου ακολουθεί τους αυστηρούς κανόνες της βυζαντινής μουσικής όπως έχουν διατυπωθεί και στο θεωρητικό του Ιωάννη Κουκούλη.
Όσο χρήσιμο είναι το θεωρητικό το ίδιο χρήσιμη είναι και η «ταχύρρυθμη διδασκαλία του γραφικού συστήματος της βυζαντινής μουσικής» του Γ. Αγγελινάρα, με την οποία ο κάθε σπουδαστής πολύ γρήγορα εισάγεται στον μαγικό κόσμο της αρμονίας και του ήθους της εκκλησιαστική μουσικής, η οποία έχει στόχο να μυήσει τους ψάλτες και μέσω αυτών τους εκκλησιαζόμενους και να τους οδηγήσει στην κατανόηση της υψηλής τέχνης και στην κατάνυξη που είναι αναγκαία στους χώρους προσευχής και παρηγορητική στους δύσκολους καιρούς που βιώνουν οι άνθρωποι. Το θεωρητικό του Κουκούλη, η ταχύρρυθμη διδασκαλία και ο εσπερινός του Γ. Αγγελινάρα συγκροτούν ένα αρμονικό σύνολο το οποίο συμβάλλει στην καλύτερη εκμάθηση και μελέτη της εκκλησιαστικής μουσικής. Θεματικό ευρετήριο στο τέλος διευκολύνει την αναζήτηση και επανάληψη ειδικότερων όρων της μουσικής. Θερμά συγχαρητήρια στον ακαταπόνητο μουσικοδιδάσκαλο και στον επιμελητή της έκδοσης Ν. Πρώιο.
2-7-2020
Χ. Λάνδρος
[1] Νικόλαος Δημητρίου, «Ιωάννης Κουκούλης, Πανσαμιακή φυσιογνωμία αδικημένη», Απόπλους, τχ. 5 1991, σ. 27-31.
[2] Ιωάννης Κουκούλης, Η νήσος Σάμος ήτοι πραγματεία περί της φυσικής και της πνευματικής αυτής καταστάσεως ως έχει νυν. Τύποις Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου, Ιεροσόλυμα 1910.