Του Δημήτρη Σεβαστάκη
Το βράδυ άκουγα τα θηρία. Πλησίαζαν το σπίτι μας από το βουνό, κρατούσα την αναπνοή μου. Μπορούν να μπουν στην κάμαρα; Ε, μπαμπά; Μπαμπά; Κοιμήθηκες; Διαβάζεις εφημερίδα, κρύβεσαι στις τεράστιες σελίδες, δεν μπορώ να καταλάβω πότε σε παίρνει ο ύπνος. Οταν συνελήφθης, έμεινα μόνος, αρχηγός της οικογένειας. Και επιτέλους έπαιξα ατέλειωτα.
Τράβηξε με δύναμη το κορδόνι. Ηταν ήδη τρεις το μεσημέρι. Χαρούμενη ζέστη. Η ποτιστική μηχανή, δίχρονη, ιταλική, με αραιές ψύκτρες, πήρε μπρος, γέμιζε τις μάνικες, πλημμύριζαν οι καταπότες, έπιναν οι ντοματιές. Ο Γιώργος επιδέξια, με μια τσαπιά, έφραζε το αυλάκι, διοχέτευε στο διπλανό, στο επόμενο. Ηταν ο πιο καλός φίλος. Δεν έπαιζε μπάλα, ήταν όμως ακούραστος μικρός γεωργός. Τον χειμώνα καθόμασταν στο ίδιο θρανίο, αλλά το καλοκαίρι βλεπόμασταν σπάνια. Δεν μας ένωνε ο κοινός εχθρός, το σχολείο, και μας χώριζαν τα ξαδέλφια μου από την Αγγλία με τα πολύχρωμα αυτοκινητάκια matchbox και τα ατέλειωτα μπάνια στη θάλασσα, που επισκίαζαν την ταπεινή ντοματιά και την κολυμβητική ασχετοσύνη του Γιώργου. Ναι, το καλοκαίρι ευνοούσε την προδοσία.
Το σπίτι μας ήταν δίπλα στο κύμα, παλαιό, της τελευταίας εικοσαετίας του 19ου αιώνα, ψηλοτάβανο, με σμυρναίικα σκαλιστά έπιπλα, ζωγραφισμένα ταβάνια, βιβλιοθήκες και κρυψώνες. Εκρυβες τα κλεμμένα τσιγάρα, καμιά γυμνή φωτογραφία από το «Penthouse» των Αγγλων, έβγαινε κι ο ποντικός από την ίδια τρύπα. Ο Γιώργος έμενε σε ένα αγροτόσπιτο καμιά εκατοστή μέτρα από το δικό μας. Ηταν όμως βουνίσιος. Δεν έμπαινε στη θάλασσα, φοβόταν τα χταπόδια και τους δράκους που πιθανόν να του ρίχνονταν από τα ύφαλα. Αντίθετα, έπιανε με άνεση τα φίδια στις πρασιές, τραγουδούσε Καζαντζίδη, δούλευε ιδρωμένα και αφοσιωμένα. Φορούσε κάτι καπέλα «Χρωπεί», τα έδιναν στους ελαιοχρωματιστές οι έμποροι, ξέπεφτε κανένα και στον Γιώργο.
Τα βράδια κοίταζα τ’ άστρα, πτώμα από το παιχνίδι της μέρας. Δυο μήνες ακόμα για να ανοίξουν τα σχολεία. Είχα αυτή την κρυμμένη αγωνία για τον αποκρουστικό Σεπτέμβριο. Από τον Δεκαπενταύγουστο αραίωναν οι τουρίστες, τα δύο θερινά σινεμά άρχιζαν να προβάλλουν συχνότερα τα δράματα, Ξανθόπουλο, Μάρθα Βούτση, την κούκλα Σταθοπούλου, σιγά σιγά υποχωρούσαν ο Χατζηχρήστος, ο Ηλιόπουλος, ο Αυλωνίτης, ο Βέγγος. Γύριζα από το σινεμά πάντα με πόνους στην κοιλιά από τον πασατέμπο, αλλά χαρούμενος και άπλυτος. Ναι, το καλοκαίρι όταν ήσουν μικρός δεν χρειαζόσουν μπάνιο. Και η θάλασσα νερό είναι.
«Τέλος/ Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ’ τα πράγματα να τα προφτάσουν/ Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια» ή αλλιώς και για μένα: «Κι όσο να βγει στην επιφάνεια πάλι/ του άφηνε καιρό η δροσιά να σύρει κάτι από τα σωθικά του ανίατο στα φύκια και τις άλλες ομορφιές απ’ τα ύφαλα»…
Ο Οδυσσέας Ελύτης συχνά, ιδίως τώρα που έχουν περάσει τα πολλά και μένουν τα λίγα χρόνια, με παίρνει από το χέρι να βουτήξουμε στα βαθιά, μέχρι εκεί που σώνεται η αναπνοή, να πάμε στα βουνά για τσακαλούρες, να κρυφτούμε στους πόες, να γλιτώσω από τη μάνα μου…
«Ασκοποι εντελώς καλόγεροι έψελναν και μελετούσαν/ κι ούτε που μου άνοιγε κανείς να ξαναδώ σε τι μεριές μεγάλωσα/ σε τι μεριές με μάλωνε η μητέρα μου/ που πρωτοφύτρωσε και για ποιανού τη χάρη το φωτόδεντρο/ εάν υπάρχει ακόμη»…
Σχηματίζεται ο λόγος (η αιτία και ο ήχος της) και στο ποίημα και στη δική μου συγκίνηση. Περίπου έτσι μπορώ να ξαναζήσω τα καλοκαίρια, να βρω τον λόγο που αντέχω αυτό το λίγο που μένει – ή λείπει; Γιατί, περνώντας τα χρόνια, δεν λιγοστεύουν τα καλοκαίρια, αλλά μικραίνει το περιθώριο του προσωπικού καλοκαιριού. Δεν βρίσκεται πια ο ξερός βώλος χώματος που σπάζει κάτω από την πατούσα καθώς το σκας. Αλλά βρίσκεται διάσπαρτος και σπάνιος ο λόγος που θα υποδεχτεί το αίσθημα, που θα φιλοξενήσει την ευφρόσυνη λύπη.
«Τα βράδια κλαίμε, το πρωί ονειρευόμαστε ν’ αλλάξουμε/ τον κόσμο. Το μεσημέρι πάντως κοιμόμαστε λίγο: απομεινάρι της παιδικής υπακοής/ όταν ο μεσημεριάτικος ύπνος ήταν η τιμωρία μας», απαντά ο Λειβαδίτης…
Σα να τα έχουν πει όλα οι ποιητές κι εσύ περιττεύεις. Να περιττεύεις στον λιγότερο χρόνο, είναι η μοναδική μορφή προσωπικού πλεονάσματος. Την παλεύεις, την πλάθεις αυτή την ασυνταξία, κάτι χάνεις από την εμπιστοσύνη, από τις ιδέες, κάπου εκεί έρχεται ο Θεός. Το πιο βαθύ, το πιο έγκυρο πρόσωπο του θέρους.
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο «Ιδεογράμματα» στο φύλλο 62 της «Νέας Σελίδας» την Κυριακή 12/8