Πάνδροσο και Μεσόγειο είναι οι σύγχρονες ονομασίες των χωριών Άνω και Κάτω Αρβανίτες που στα χρόνια της Ηγεμονίας (1834-1912) αποτελούσαν μαζί τον δήμο Αρβανιτών με έδρα τους Άνω Αρβανίτες.
(Το κείμενο είναι από pandrossos.blogspot και οι φωτογραφίες πάρθηκαν από το ίδιο blog)
Οι Αρβανίτες είναι από τα παλιότερα χωριά της Σάμου. Ήδη αναφέρονται στην περιγραφή της Σάμου από τον μητροπολίτη Ιωσήφ Γεωργειρήνη που δημοσιεύτηκε στην αγγλική γλώσσα το 1677.
Η ερμηνεία της ονομασίας που πήρε το χωριό δεν έχει απόλυτα διευκρινιστεί. Αναφέρονται διάφορες απόψεις, από τις οποίες η πιο αληθοφανής είναι ότι στη διάρκεια του εποικισμού Σάμου στα μέσα του 16ου αιώνα, μετά το 1562 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οικογένειες (η προφορική παράδοση αναφέρει δυο) που είτε είχαν το επώνυμο ή παρατσούκλι «Αρβανίτης» είτε προέρχονταν από περιοχές χριστιανών Αρβανιτών της Αττικής ή της Τήνου. Οι πρώτοι οικιστές συνενώθηκαν και με άλλους από διάφορες περιοχές όπως συνέβη με όλα τα χωριά της Σάμου, ίσως και με παλιότερους κατοίκους που ζούσαν διασκορπισμένοι στα βουνά του νησιού και οργάνωσαν ως πρώτη κοικότητα το πάνω χωριό. Το κάτω χωριό φαίνεται πως σχηματίσθηκε αργότερα.
Σε τουρκικά κατάστιχα του 1622 και 1642 καταγράφεται στην περιοχή όχι χωριό «Αρβανίτες», αλλά χωριό του Γκίκα. Πιθανόν αυτό το χωριό να ονομαζόταν παράλληλα και Αρβανίτες, εξαιτίας της καταγωγής εκείνου του «Γκίκα».
Στα Σαμιακά του Σταματιάδη αναφέρεται ότι οι κάτοικοι μιλούσαν με μια ιδιαίτερη προφορά, όχι όμως αρβανίτικα. Αυτό το γλωσσικό ιδίωμα που διατηρείται μέχρι σήμερα στους Αρβανίτες της Αττικής και της Πελοποννήσου δεν υπήρχε στη Σάμο από την αρχή της συγκρότησης του χωριού. Η ομιλία των κατοίκων των δυο χωριών διατήρησε μέχρι σήμερα μια μουσικότητα στην προφορά των λέξεων και των φράσεων που δεν συναντάται σε άλλο χωριό της Σάμου.
Οι κάτοικοι των χωριών ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως είναι φυσικό λόγω του ορεινού εδάφους. Το Πάνδροσο είναι το ψηλότερο χωριό στη Σάμο με υψόμετρο 638 μ. στην είσοδο του χωριού.
Στην πρώτη απογραφή που έγινε κατά την περίοδο της επανάστασης το 1828 το πάνω χωριό είχε 95 οικίες και 319 ψυχές και το κάτω χωριό 41 οικίες και 95 ψυχές. Στην περιγραφή της νήσου Σάμου από τον Ιωάννη Λεκάτη που έγινε μερικά χρόνια αργότερα, το 1834, οι κάτοικοι των Αρβανιτών χαρακτηρίζονται «γενναίοι, συνηθισμένοι εις την κακοπάθειαν και φιλελεύθεροι». Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί εύκολα κανείς να τα διαπιστώσει ακόμα και σήμερα. Οι κάτοικοι είναι ευθείς με υψηλή αίσθηση δικαιοσύνης και αγάπης για ελευθερία και ανεξαρτησία της γνώμης. Στις απογραφές που έγιναν μετά το 1828 πάνω και κάτω Αρβανίτες υπολογίζονται ως ένας δήμος με δυο κοινότητες. Ο πληθυσμός και των δυο χωριών το 1864 ήταν 723 κάτοικοι. Στην απογραφή του 1913 οι Άνω Αρβανίτες είχαν 615 κατοίκους και οι Κάτω 293. Το 1928 638 και 354 κατοίκους. Περισσότερους είχαν το 1940, 661 και 386 αντίστοιχα, ενώ το 1951 544 και 334. Στην απογραφή του 2001, το Πάνδροσο είχε 166 και το Μεσόγειο 143 κατοίκους.
Όπως αναφέραμε προηγουμένως, αν και ο πληθυσμός των χωριών ξεπερνούσε τους 700 κατοίκους, με την πάροδο του χρόνου μειώθηκε σταδιακά. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αρκετοί κάτοικοι άρχισαν να μεταναστεύουν στην Αμερική κυρίως. Ήταν η εποχή που ολόκληρη η Σάμος είχε υποστεί τεράστιες καταστροφές στα αμπέλια λόγω της φυλλοξήρας. Η μετανάστευση συνεχίστηκε και μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, μετά την κατοχή και τον εμφύλιο. Πολλοί χωριανοί πήραν το δρόμο της ξενιτιάς προς την Αυστραλία, τη Νότιο Αμερική αλλά και χώρες της Ευρώπης όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Ελάχιστοι από αυτούς επέστρεψαν. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στις χώρες όπου μετανάστευσαν δημιούργησαν οικογένειες και προοδεύουν εκεί. Εκτός όμως από την εξωτερική μετανάστευση και η εσωτερική μείωσε δραματικά τον πληθυσμό των δύο χωριών. Πολλοί από τους κατοίκους αναζήτησαν καλύτερες συνθήκες εργασίας στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ αρκετοί νέοι στράφηκαν στα γράμματα βρίσκοντας διέξοδο στις ανώτερες και ανώτατες σπουδές.
Το δημοτικό σχολείο Αρβανιτών αναφέρεται ως αλληλοδιδακτικό από το 1852 όταν ιδρύθηκαν τα σχολεία κατώτερης εκπαίδευσης και στα άλλα χωριά του νησιού. Το σχολείο λειτουργούσε στο πάνω χωριό. Το κτίριο που υπάρχει στην είσοδο του χωριού κτίσθηκε την περίοδο 1929-30. Δημοτικό σχολείο στο Κάτω χωριό κτίσθηκε και άρχισε να λειτουργεί στις αρχές τις δεκαετίας του 1960.
Η ενορία του πάνω χωριού ήταν ανέκαθεν ο άγιος Δημήτριος και αναφέρεται σε έγγραφα από την εποχή της επανάστασης. Η εκκλησία ξαναχτίστηκε πιο μεγάλη στη δεκαετία του 1860. Την ίδια περίπου εποχή χτίστηκε και η παρακείμενη βρύση όπου το τρεχούμενο νερό πηγών διοχετεύθηκε σε κρουνούς απ’ όπου υδρεύονταν το χωριό. Η βρύση ήταν συνάμα και το δημόσιο (κοινό) πλυσταριό για τις μπουγάδες. Η ενορία του κάτω χωριού αρχικά ήταν ο Άγιος Νικόλαος, αλλά από το 1836 κτίσθηκε νέα εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής η οποία αποτελεί έκτοτε τον ενοριακό ναό της κοινότητας κάτω Αρβανιτών.
Η ονομασία των χωριών άλλαξε το 1958. Το πάνω χωριό ονομάστηκε Πάνδροσο και το κάτω Μεσόγειο.
Και τα δυο χωριά είναι κτισμένα σε περιοχή μεγάλης φυσικής ομορφιάς. Μέχρι την μεγάλη πυρκαγιά του 2000 που αποτέφρωσε τα αιωνόβια δάση που περιέβαλλαν τα χωριά ο επισκέπτης αντίκριζε έναν επίγειο παράδεισο. Ωστόσο πολύ σύντομα η βλάστης αποκατέστησε το ωραίο ορεινό τοπίο. Και πάλι τα δυο χωριά δεν παύουν να είναι από τα πιο όμορφα, πιο καθαρά, πιο φιλόξενα χωριά του νησιού. Σ’ αυτά μπορεί κανείς να διακρίνει τους παλαιούς τρόπους οργάνωσης των οικισμών. Στο κέντρο του χωριού η πλατεία, στην άκρη σε δεσπόζουσα θέση η εκκλησία (στο κάτω χωριό κοντά στην πλατεία). Γύρω από την πλατεία οι δρόμοι και οι γειτονιές ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους. Τέσσερις ή πέντε έξοδοι του χωριού οδηγούν σε κτήματα ή ενώνουν το χωριό με άλλες κοινότητες. Γύρω από το χωριό καλλιεργήθηκε μια ζώνη με κήπους όπου παράγονταν τα απαραίτητα για τους κατοίκους λαχανικά και φρούτα, ενώ παράλληλα αποτελούσαν και ζώνη προστασίας από τις φωτιές. Μια άλλη ζώνη πιο μακρινή ήταν τα αμπέλια και οι ελιές και μετά οι βοσκότοποι και τα δάση. Κάπως έτσι περιγράφεται και η δόμηση χωριών της βυζαντινής περιόδου. Η φιλοπονία των πρώτων κατοίκων, ο μόχθος τους και η συνεχής προσπάθειά τους να επιβιώσουν μετέτρεψαν το τραχύ και ορεινό έδαφος σε γη εύφορη και καλλιεργήσιμη. Μόνον η τελευταία πυρκαγιά αποκάλυψε την έκταση αυτής της πολύχρονης προσπάθειας, της εργατικότητας και της συλλογικής δράσης της κοινότητας. Είναι απίστευτο πόσες πλαγιές είχαν εκχερσωθεί και καλλιεργηθεί για να εγκαταλειφθούν λόγω συνθηκών αργότερα.
Η φιλοπονία των κατοίκων και η διάθεση αλληλεγγύης που εκδηλώνεται όποτε υπάρχει ανάγκη αποτελούν αναγνωρίσιμες αρετές των κατοίκων που συμπληρώνονται με την προσήλωση στις παραδόσεις, την ευσέβεια, αλλά και την αγάπη στα λογοπαίγνια.
Δείγματα ευσέβειας των κατοίκων πάντα με μέτρο είναι και τα εξωκλήσια που βρίσκονται στην περιοχή και τα οποία είναι πολύ σημαντικά για τη ζωή των κατοίκων με τα πανηγύρια που γίνονται σ’ αυτά όπου και παρασκευάζεται η τοπική γιορτή, το κεσκέκι. Το μεγαλύτερο πανηγύρι του χωριού εκτός από εκείνο του πολιούχου Αγίου Δημητρίου είναι του Αη Λια στην κορυφή του Καρβούνη. Προς τιμήν του πολιούχου έχει λάβει και το όνομά του ο δραστήριος τοπικός πολιτιστικός σύλλογος που οργανώνει τα πανηγύρια και άλλες εκδηλώσεις όπως οι γιορτές κρασιού και σούμας. Στο Κάτω χωριό γίνεται η γιορτή της μουσταλευριάς και λειτουργεί μικρό λαογραφικό μουσείο. Τα πανηγύρια και οι γιορτές συνεγείρουν τους κατοίκους σε κοινές δράσεις αναπτύσσουν την μεταξύ τους αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια, τον σύνδεσμο με τον γενέθλιο τόπο και τις παραδόσεις, ενώ παράλληλα προσελκύουν πολλούς ξένους επισκέπτες ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες.
Χ. Λάνδρος
Πηγή:Isamos.gr