Μετά τις συνέπειες του καταστροφικού σεισμού στη γειτονική Τουρκία, το διήγημα αυτό αφιερωμένο στη μνήμη της Κλαίρης και του Άρη, εμφανίζεται ως εξαιρετικά επίκαιρο.
Περιέχεται στη συλλογή 65 διηγημάτων “ΣΑΜΟΣ, ΜΙΑ ΜΕΡΑ…” που μόλις κυκλοφόρησε και εκδόθηκε από τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σάμου.
Σάμος, μια μέρα του Οκτώβρη
(γράφει η δημοσιογράφος-συγγραφέας Μαργαρίτα Ικαρίου)
Το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά. Ήταν για πρώτη φορά στη ζωή της, ερωτευμένη. Στα δεκαέξι, ο έρωτας είναι καταχνιά, αντάρα, φως στο σκοτεινό κυκλάκι της ίριδας, λουλούδια στα μαλλιά, φτερά στα πόδια, πεταλούδες με πλουμιστά φτερά που χοροπηδούν στο στομάχι. Είναι χαμόγελα δίχως λόγο, ονειροπόληση με το βλέμμα να ξεχύνεται από το ανοιχτό παράθυρο και να παγιδεύεται στο λάγνο φως του πρωϊνού που χρυσαφώνει το λιμένα Βαθέος, τραγούδια που αστραποβολούν στου μυαλού τις κυψελίδες, αφηρημάδα την ώρα των μαθηματικών κι ώρες ατέλειωτες το πρωί μπροστά στον καθρέφτη, με περισσή σπουδή να στρώσει το μαλλί…
Την αγαπούσαν, το ένοιωθε από μωρό. Σα ζεστή κι απαλή κουβερτούλα στους μικρούς της ώμους, η αγάπη των γονιών της τη ζέσταινε, χωρίς να τη βαραίνει. Κι η πεισματάρα μικρή της αδερφή, με αγάπη την μιμούνταν σε όλες της τις συμπεριφορές και της ζητούσε πότε το ένα και πότε το άλλο. «Δώσε μου το μπλουζάκι αυτό, να το βάλω… Έλα, δώστο μου. Μόνο για μια φορά. Υπόσχομαι να μη στο λερώσω. Δώστο μου!» Λογάκια απαιτητικά μα τρυφερά, που έκρυβαν από κάτω τη φράση «θέλω να σου μοιάσω αδερφούλα μου, σ αγαπώ…»
Είχε στη μικρή ζωή της, μπόλικη αγάπη. Μα… τούτη, η πρωτοεφηβική, κάτι άλλο ήταν. Μια γλυκιά φωτιά, μια κούπα ζεστής σοκολάτας που τη σιγόκαιγε εσωτερικά, κατακλύζοντας όλη της την ύπαρξη. Τα γόνατά της που τρεμούλιαζαν σα κρεμ καραμελέ, μόλις «εκείνος» την κοίταζε.
Της το είχε πει. Της είχε ζητήσει να είναι «το κορίτσι του». Το μεσημέρι, στο σχόλασμα, θα διάβαιναν και πάλι μαζί, χεράκι-χεράκι, από εκείνο το αγαπημένο στενοσόκκακο του Βαθιού. Να πουν τα δικά τους, να κοιταχτούν στα μάτια, να ονειρευτούν το κοινό μέλλον που ανοιγόταν μπροστά τους ολόδροσο και φωτεινό, σαν τα νιάτα τους.
…
Το πυκνόφυτο τοπίο κυλούσε γρήγορα στο πέρασμα του λεωφορείου. Έτρεχαν τα σπίτια, παίζανε κρυφτό τα δέντρα με τις σκιές. Η μυρωδιά του βρεγμένου χόρτου στριμωχνόταν να χωρέσει από το μικρό άνοιγμα των παραθύρων. Σηκώθηκε πάλι όρθια, στις μύτες των ποδιών. Ήθελε να χορτάσει εικόνες, να δει το τρεχαλητό της πλάσης που όλο ερχόταν καταπάνω τους κι όλο ξεμάκραινε, σα σκύλος που τον κυνηγούσαν. Φορεματάκι βυσσινί, με μικρές ανεμώνες να σκιαγραφούν το παιδικό κορμάκι. Ζακετούλα πλεγμένη από τη γιαγιά, με όμορφα μικρά κουμπάκια. Κάλτσες που όλο έπεφταν στους αστραγάλους και κορδόνια που λύνονταν εκνευριστικά. Τα ανήσυχα πόδια της, είχαν δική τους ζωή. Κυρτώνονταν ανοδικά και το μουτράκι κολλούσε στη βρώμικη εσοχή του παραθύρου. Η μάνα, την κατσάδιασε ακόμη μια φορά: «Μα… κάτσε κάτω πια! Θα χτυπήσεις! Μαλώνει ο οδηγός…»
Την έβαλε τρυφερά να καθίσει, ο παππούς. Της ίσιωσε το φόρεμα, χτένισε με τα δάχτυλά του τις ατίθασες μπουκλίτσες, ανέβασε τις κάλτσες που έκαναν πάλι το δικό τους κατρακυλιστό παιχνίδι και σκούπισε με ένα υγρό χαρτομάντιλο τα λερωμένα της μουτράκια και τα χέρια. Προσπάθησε να την κρατήσει απασχολημένη! «Έλα να παίξουμε με τις λεξούλες μας…» της πρότεινε.
Η μικρή βυθίστηκε στα υγρά σα δακρυσμένα και λίγο θολά μάτια του παππού. Είδε τις σκιερές ρυτίδες κούρασης στις ακρούλες, τη βαθιά χαρακιά στο κέντρο των φρυδιών, το ξεθωριασμένο γκρι μουστάκι που ήταν γαλακτερό στο κέντρο λες κι ο παππούς είχε βουτήξει, σα τα γατάκια, το μουσούδι του στο γάλα. Γέλασε δυνατά, μ’ εκείνο το κελαρυστό παιδικό γέλιο που γαργαλάει όμορφα τα θλιμμένα αυτιά των μεγάλων: «Έλα παππού, ξεκινάω εγώ. Γάλα-γάτα…» Ο παππούς έβρισκε πάντα μεγαλύτερες: «γαρύφαλλο», «γερακίνα», «γαιδουράγκαθο». «Γαϊδουράκι, γάτος, γόμα…» αντέτεινε η μικρή. «Έχασεεες… έχασεες!!» σα παιδάκι χαιρόταν ο παππούς. «Ο γάτος και η γάτα είναι το ίδιο… την είπες δυο φορές την ίδια λέξη…»! «Όχι, όχι παππού, δεν είναι το ίδιο…!» Πετάχτηκε πάνω κι άρχισε τις γαλιφιές, τραβώντας του και το μουστάκι. «Όχι, όχι παππού… να μην αλλάξουμε γράμμα, ξέρω κι άλλες λεξούλες…»
«Σταματήστε πια, ζαλίσατε τον κόσμο!» τους έκοψε τη φόρα, η αυστηρή φωνή της μάνας. Παππούς κι εγγονή, λούφαξαν. Κουλουριάστηκε η μικρή στην τρυφερή αγκαλιά και συνέχισαν να παίζουν με τις λέξεις, ψιθυριστά και στο αυτί, κοιτώντας με την άκρη του ματιού προς τη μάνα, μην και τους ξαναμαλώσει. Είχαν φτάσει κιόλας στο δέλτα και συναγωνίζονταν πόσες περισσότερες θα βρουν: «δάσος, δρόμος, δέρμα, δέσπα…» τιτίβισε η μικρή. Έβαλε τα γέλια ο παππούς: «δέσπα; Βέσπα, χαρά μου. Έχασες και θα φάω εγώ όλες τις καραμέλες…»
Παίζανε με τις λέξεις, όπως τα παιδάκια στην παραλία μαζεύουν βότσαλα μικρά και μεγάλα, τα στοιβάζουν σε αυτοσχέδια «φράγματα» προσδοκώντας να ανακόψουν τη ροή του κύματος… Μόνο που αυτό, πάντα καταφέρνει να γκρεμίζει όνειρα, περίτεχνα κάστρα που χτίζονται με κόπο στην απατηλή αμμουδιά και βοτσαλωτά αναχώματα από λέξεις και σκέψεις, σκορπίζοντάς τες ένα γύρω…
«Όχι, όχι, ΟΧΙ παπούλη! Μου υποσχέθηκες! Μου είπες πως θα μου πάρεις καραμέλες και θα τις φάω όλες μόνη μου. Μου υποσχέθηκες! Μου υποσχέθηκες!»
«Σταματήστε πια… Ζαλίσατε τους επιβάτες. Φτάνουμε!»
Η μάνα, τους κοίταξε αυστηρά. Σώπασαν συνωμοτικά κι οι δύο.
Η μικρούλα, μούτρωσε. Δάγκωσε πεισματικά το κάτω χείλος. «Άμα μεγαλώσω, θα μιλάω, θα μιλάω, ΘΑ ΜΙΛΑΩ!» ορκίστηκε στον εαυτό της. «Κανένας μα κανένας δε θα μου λέει να σωπάσω και θα μιλάω όταν θέλω κι όσο θέλω!» Η απόφαση εδραιωνόταν μέσα της. Όποιος θα προσπαθούσε να της πάρει τις λεξούλες της, θα τον βομβάρδιζε με τόσες απανωτές που θα τον έκανε να φύγει τρέχοντας και κρατώντας τα αυτιά του, για να γλυτώσει από τις λεξοριπές. Ναι, αυτό θα έκανε! Ικανοποιημένη, ξέφυγε από την αγκαλιά του παππού, σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος με πείσμα και στρογγυλοκάθισε στο κάθισμα του λεωφορείου.
Κοίταξε πάλι έξω, στο κυνηγητό των χρωμάτων και των σχημάτων. Τους κορμούς των δέντρων που έτειναν τα κλαριά στον ουρανό ή κυνηγούσαν να πιάσουν τα πουλιά, τα σπιτάκια που κατρακυλούσαν στις πλαγιές, τα νημάτινα κορδόνια της νεροποντής. «Που τρέχουν ν’ αναπαυθούν οι λόφοι, τα σπιτάκια, τα δέντρα; Που πάνε, να γλυτώσουν από τη βροχή; Που πάει ο κόσμος όταν φεύγει από τα μάτια μου; Παραβγαίνει άραγε με κάθε λεωφορείο που περνά μέρα τη μέρα, κουβαλώντας μια μικρούλα σαν κι εμένα, σε κάποιο άλλο Βαθύ;»
Η παιδική της απορία, δεν πήρε απάντηση.
…
«Θα σχολάσουμε νωρίτερα σήμερα…» της ψιθύρισε. Εκείνη του χαμογέλασε, με τα πανέμορφα μάτια της να τον κοιτούν με εμπιστοσύνη, κάτω από τα γυαλιά. Ένοιωσε σημαντικός. «Μεγάλος». Ήξερε να κρατά κοντά του τους ανθρώπους που αγαπούσε, αφοσιωνόταν σε αυτούς και νοιαζόταν πραγματικά. Δεν ήξερε ακόμη πως, μα ήταν σίγουρος πως με κάποιο τρόπο, θα τους προστάτευε. Του το έλεγαν και στην ομάδα, του το έλεγαν και στην τάξη: «Ο Άρης είναι δύναμη…»
Μπα, δυνατός δεν ήταν. Μα, έσφιγγε τα δόντια και έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Όχι μόνο δεν έλεγε, αλλά δεν μπορούσε καν να σκέφτεται τη φράση «…δε μπορώ». Ο μικρός του αδερφός, του έλεγε περιπαικτικά πως μια μέρα θα μεταμορφωνόταν σε… σούπερ ήρωα. «Κι άντε τώρα να του πεις», σκεφτόταν, «πως ήρωες δεν υπάρχουν. Μόνο άνθρωποι που ακόμη κι αν φοβούνται, κάνουν το φόβο τους μια αγκαλιά και σκεπάζουν τους άλλους…»
…
Το λεωφορείο σταμάτησε στο Γεφυράκι. Ξεχύθηκε ο κόσμος από τις ανοιχτές του πόρτες, γέλια, φωνές, συζητήσεις, ποδοβολητά. Τραβούσε το χέρι της από του παππού την τραχιά παλάμη, ήθελε να ξεχυθεί στην πόλη, να δει τα άλλα παιδάκια, να δει τα μαγαζιά, να…
Στο χοροπηδητό της, ένα γερό τράνταγμα την έριξε κάτω. Κι ύστερα κι άλλο κι άλλο… Βιτρίνες έσπαζαν, άνθρωποι στρίγκλιζαν, τρέχανε αλλοπαρμένοι, φωνές, ουρλιαχτά, κατάρες, προσευχές. Πονούσε κι έκλαιγε με αναφιλητά, τα γόνατά της ήταν καταματωμένα, με τα χέρια της έπιασε το κεφάλι και ένιωσε ένα ζεστό υγρό να κολλάει στα δάχτυλα. Το πρόσωπο της μάνας, ολόασπρο από πάνω της. Η φωνή της αλλαγμένη, σα να βγαίναν από το στόμα της ανάσες μόνο και λυγμοί αγωνίας.
Ο παππούς σωριασμένος κάτω, το πόδι του σα σπασμένο κουπί, προσπαθεί να σηκωθεί και δεν μπορεί. Δυο παλικάρια τον σηκώνουν κι εκείνος βογκάει και φωνάζει μα δε μπορεί να σταθεί, κρέμεται από πάνω τους και το πρόσωπό του έχει το ίδιο γκρίζο χρώμα με το μουστάκι.
Αγωνιζόταν η μάνα να τη σηκώσει κι εκείνη ούρλιαζε από φόβο, από αγωνία, από ανησυχία. Ένα νανούρισμα. Η μάνα της, ξεκίνησε με κόπο να σιγοτραγουδά το αγαπημένο της νανούρισμα, γλυκά, απαλά, παρηγορητικά. Δεν τη μάλωσε που λέρωσε το καινούριο της φόρεμα, μήτε που είχε βγει το ένα της παπούτσι. Της έκρυψε το προσωπάκι στον τρυφερό της ώμο, της σκέπασε τα μάτια κι άρχισε να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει. Την έπαιρνε από το βουητό του τρόμου και τις στριγκλιές, τις φωνές των ανθρώπων. Την έπαιρνε από εκεί που κάποτε στάθμευαν τα λεωφορεία μα τώρα κύμα βαρύ και βουερό ξεσπούσε, κουβαλώντας στο μαύρο του αφρό καφάσια, ζαρντινιέρες, σπασμένες προθήκες, ως κι αυτοκίνητα που κλωθογυρνούσαν ακυβέρνητα. Ο παππούς; Ο παππούς που πάντα την κανάκευε και την πρόσεχε; Που ήταν τώρα ο παππούς;
…
«Αγκαλιά. Η αγκαλιά μου είναι άτρωτη.» Ενστικτωδώς έγειρε πάνω της, τη σκέπασε με την αγάπη του, της έβαλε ασπίδα το κορμί του. Την ώρα που μια λέξη, μια ύστατη λέξη πήγε να της πει, τους βούτηξε χαιρέκακα στην κρύα του αγκαλιά, το σκοτάδι. Πυκνό, απόκοσμο, κυριαρχικό, ακατάληπτο. Ρούφηξε ο σκοτεινός Άδης τα 16 τους χρόνια, τα όνειρα, το όμορφό τους αύριο. Βύθισε δια βίου στο πένθος, τους γεννήτορές τους. Μαυροφόρεσε ένα ολάκερο νησί και γέμισε δάκρυα, χιλιάδες μάτια.
Ήταν 30 Οκτώβρη του 2020. Θα μπορούσε να ήταν κι αυτή μια μέρα σαν όλες τις άλλες, στη Σάμο.
Μα… ΔΕΝ ΗΤΑΝ!