Πίσω από τις πικροδάφνες και την αιχμηρή φυλλωσιά των φοινίκων, ξεπροβάλλει η ταμπέλα «Paradise», μ’ ένα κατακόκκινο μήλο ζωγραφισμένο. Πίσω από την εξώπορτα, κρύβεται ένας μικρός παράδεισος. Στο ξενοδοχείο Paradise στο Βαθύ της Σάμου συνυπάρχουν όλοι: ξένοι και Έλληνες τουρίστες, εργαζόμενοι σε ΜΚΟ, πρόσφυγες,εθελοντές και -το καλύτερο;- αστυνομικοί της ΕΛ.ΑΣ.
Περπατώντας στον δροσερό κήπο με το γρασίδι και τα δέντρα που ρίχνουν τη σκιά τους, δεν καταλαβαίνεις αρχικά ότι συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο. Μια παρέα πιτσιρικιών παίζει στον κήπο κοντά στις σκάλες, κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει. Μόνο αν ξέρεις, ίσως παρατηρήσεις ότι σε κάποια από τα μπαλκόνια δεν στεγνώνουν μόνο μαγιό και πετσέτες θαλάσσης, αλλά παιδικά ρούχα και παντελόνια.
Η τραπεζαρία όπου σερβίρεται το πρωινό είναι γεμάτη παιδικές ζωγραφιές – ένα ψαροκόκαλο, οι τέσσερις εποχές ζωγραφισμένες σε ένα φύλλο Α4, οι φάσεις που ακολουθεί ένας σπόρος, για να γίνει βλαστάρι κι έπειτα λουλούδι. Παραδίπλα, καρφιτσωμένο ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα μαθημάτων. Ξαφνικά, ένα τσούρμο παιδάκια εμφανίζεται κρατώντας τα γνωστά μπλε τετράδια του Δημοτικού. Εφορμούν στην τραπεζαρία και παίρνουν θέση γύρω από τα τραπέζια. Aναψοκοκκινισμένοι από τη ζέστη, φτάνουν εθελοντές κρατώντας τσάντες ξέχειλες από χαρτόνια, τετράδια και υλικά για να κάνουν μάθημα στα προσφυγάκια που μένουν εδώ στο ξενοδοχείο. Μόλις τους βλέπουν τα παιδιά, πέφτουν στην αγκαλιά τους. Σε λίγο, ακούγονται τραγουδιστά οι μέρες της εβδομάδας στα αγγλικά: «Monday, Tuesday, Wednesday…». Ο Mohamed τεμπελιάζει λιγάκι. Δεν θυμάται πολύ καλά τη σειρά των ημερών στα αγγλικά, φωνάζει όμως θριαμβευτικά «Friday», που έχει γίνει πλέον σύνθημα ανάμεσα στα πιτσιρίκια, αφού είναι η μέρα που οι εθελοντές τους πηγαίνουν για μπάνιο στη θάλασσα και τους μαθαίνουν να κολυμπούν. Στο ένα τραπέζι τα παιδιά μαθαίνουν για τους πλανήτες, στο άλλο τις μέρες και τις εποχές, τα ονόματα των ζώων, αριθμητική. Ο Karrar θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής. Η Ruqaya σκέφτεται να γίνει γιατρός, ενώ η Maymar (το όνομά της σημαίνει «το φως του φεγγαριού») κάνει μια έκτατη εμφάνιση, για να μοιράσει φιλιά με βασιλικό στιλ προς το κοινό της, πολύ μικρή ακόμη για να κάνει μάθημα.
Το ξενοδοχείο μοιάζει με μικρό παράδεισο για τους ανθρώπους που δεν χρειάζεται να μείνουν στο hot spot, όπου οι συνθήκες είναι απίστευτα δύσκολες ακόμη και σήμερα.
Στο βάθος, στο μικρό σαλόνι, δεσπόζει το σκρίνιο, μπιμπελό και διακοσμητικά και το jukebox: «Τα μαύρα μάτια σου», «Το φεγγάρι πάνωθέ μου», «Κυρά Γιώργαινα», αν και βέβαια δεν φαίνεται να παίζει πια. Στο λόμπι, η ζωή κυλά με καλοκαιρινούς ρυθμούς. Τουρίστες με καπέλα, μαγιό και τσάντες θαλάσσης αναχωρούν προς παραλίες και εξερεύνηση του πανέμορφου, κατάφυτου νησιού, την πατρίδα του Πυθαγόρα. «Good morning», «Have a nice day», μέχρι τη στιγμή, βέβαια, που θα αφήσουν το κλειδί τους οι ένστολοι που πηγαίνουν για βάρδια, καθώς εδώ, στις παρυφές της Χώρας, βρίσκεται το hot spot του νησιού.
Τους ενήλικες πρόσφυγες δεν τους βλέπεις συχνά στους κοινόχρηστους χώρους του ξενοδοχείου. Μόνο ελάχιστους, να περνούν, για να βγουν έξω. Μαθαίνουμε πως συνήθως παραμένουν στα δωμάτια τους σχεδόν όλη τη μέρα, κάποιοι επειδή είναι πολύ κουρασμένοι, κάποιοι επειδή έχουν απογοητευθεί από την παρατεταμένη αναμονή που απαιτείται για τη διαδικασία αίτησης ασύλου και για τη σχετική απόφαση. Άνθρωποι έχουν εγκλωβιστεί στο νησί για μήνες, διάστημα που μπορεί να φτάσει έως και τον έναν χρόνο, με αίσια ή μη έκβαση. Κολλημένοι στον παράδεισο, λοιπόν.
Πράγματι, το ξενοδοχείο μοιάζει με μικρό παράδεισο για τους ανθρώπους που δεν χρειάζεται να μείνουν στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής (hot spot), όπου οι συνθήκες είναι απίστευτα δύσκολες ακόμη και σήμερα, δυο χρόνια μετά τις πρώτες αφίξεις και έπειτα από τις παχυλές χρηματοδοτήσεις της Ε.Ε. «Την πρώτη μέρα που φτάσαμε εδώ, πήγαμε στο νοσοκομείο, επειδή είχαμε μείνει πολλές ώρες στον ήλιο. Δυο μέρες μείναμε στο καμπ, αλλά δεν κοιμηθήκαμε καθόλου, ξαγρυπνήσαμε έξω από τις σκηνές, επειδή φοβόμουν πολύ για τη μικρή», μας λέει η 24χρονη Esraa Marouf από τη Συρία, μητέρα της Maymar και οκτώ μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί της. Γνώρισε τον Ahmed Alaqad στην Τουρκία, Παλαιστίνιος εκείνος που εγκατέλειψε την πατρίδα του, όταν καταστράφηκε το σπίτι του και τραυματίστηκε σοβαρά ο ένας του αδερφός. «Στην Τουρκία δεν είχαμε δικαιώματα, δεν είχαμε τίποτα», μας λέει ο Ahmed, ο οποίος πωλούσε λουλούδια στον δρόμο για να ζήσει.
«Δεν δέχονταν καν τη γυναίκα μου στο νοσοκομείο. Για να γεννήσει, έπρεπε να παρακαλέσουμε και να ξεσπάσει σε κλάματα». Τη ρωτάμε πού θα γεννήσει τώρα. «Δεν ξέρω», απαντά με ψυχραιμία που σε αφήνει άφωνο. Ο Ahmed, το 2014, έναν χρόνο μετά τον γάμο του, έφυγε μόνος για τη Γερμανία, όπου έκανε αίτηση για άσυλο, αλλά το ραντεβού της συνέντευξης ορίστηκε για την επόμενη χρονιά και έτσι επέστρεψε στην οικογένειά του, για να φτάσουν στη Σάμο τον Μάιο του 2015. Ένας από τους αδερφούς τους ζει στη Σουηδία και έχει φτάσει εδώ, για να τους συναντήσει. Ο Ahmed φαίνεται χαρούμενος. «Καλό θα ήταν να πάμε και εμείς κοντά τους, αλλά δεν μας νοιάζει πια πού θα μείνουμε. Το μόνο που θέλουμε είναι να ζήσουμε κάπου με ειρήνη και ηρεμία. Να πάνε τα παιδιά σχολείο».
Σήμερα, στα 12 από τα 48 δωμάτια του Paradise φιλοξενούνται οι πλέον ευάλωτοι πρόσφυγες, στο πλαίσιο σχετικής πρωτοβουλίας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα που έχει ξεκινήσει από τον Μάιο του 2016. Το πρόγραμμα φιλοξενίας περιλαμβάνει το κόστος διαμονής, σίτισης, υποστήριξης με είδη πρώτης ανάγκης, όπως και την παροχή κοινωνικής και ψυχολογικής υποστήριξης. Ταυτόχρονα, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα συνεργάζονται με άλλες οργανώσεις για την παροχή νομικής βοήθειας στους πρόσφυγες όσον αφορά τα αιτήματα ασύλου, όπως και την απασχόληση των παιδιών με εκπαιδευτικές δραστηριότητες, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν σφαιρικά οι ανάγκες των ευάλωτων αυτών ανθρώπων.
Το πρόγραμμα φιλοξενίας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έχει δυνατότητα στήριξης 80 ατόμων και μέχρι σήμερα έχει φιλοξενήσει 274 άτομα από σχεδόν 90 οικογένειες. «Ως προς τα κριτήρια στα οποία βασιζόμαστε, για να κρίνουμε την ευαλωτότητα, ακολουθούμε καταρχάς την ιεράρχηση που έχει θεσπίσει ο νόμος, ωστόσο κρίνουμε και ad hoc τις περιπτώσεις. Έτσι, για παράδειγμα, προτεραιότητα έχουν οικογένειες με βρέφος έως έξι μηνών, έγκυες γυναίκες άνω των έξι μηνών, μονογονεϊκές οικογένειες, ηλικιωμένοι, άνθρωποι που υποφέρουν από μετατραυματικό στρες, θύματα βασανισμών και σεξουαλικής βίας και ιατρικά περιστατικά που κρίνουμε ως επείγοντα», εξηγεί η Σωτηρία Πολίτου, κοινωνική λειτουργός των Γιατρών Χωρίς Σύνορα και υπεύθυνη του προγράμματος.
Δεν ήταν, όμως, λίγες οι αντιδράσεις από τους τουρίστες – Έλληνες και ξένους. «Πλένονται τα σεντόνια μας μαζί με τα δικά τους;».
«Είναι πολύ δύσκολο, επειδή προφανώς όλοι οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι. Κρίνουμε τις περιπτώσεις με μεγάλη προσοχή, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι επηρεάζουμε ανθρώπινες ζωές». Επιπλέον, κοινωνική λειτουργός της οργάνωσης επισκέπτεται το Κέντρο Πρώτης Υποδοχής, προκειμένου να εντοπίσει τις πλέον ευάλωτες ομάδες. Αυτήν τη στιγμή στο πρόγραμμα φιλοξενίας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έχουν ανταποκριθεί δύο ξενοδοχεία: το Paradise και το ξενοδοχείο Οδυσσέας, που, αν και τυχαία, έχουν και σημειολογική αξία.
Έτσι, Έλληνες, Βέλγοι, Άγγλοι, Αμερικάνοι, Κούρδοι, Ιρακινοί, Σύροι και Αφγανοί ζουν, έστω και για λίγο, όλοι κάτω από την ίδια στέγη. Μήπως βρισκόμαστε όντως στον παράδεισο; «Θα μπορούσα να πω σχηματικά ότι το 70% των επισκεπτών είναι ουδέτεροι και το 20-25% αρνητικοί, είτε είναι ξένοι είτε είναι Έλληνες. Εμείς παραδοσιακά δουλεύαμε σχεδόν 90% με πρακτορεία, έχουμε δε και πολλούς πιστούς πελάτες που έρχονται κάθε χρόνο επί δεκαετίες», σημειώνει ο Πλούταρχος Τζιβανάκης, ιδιοκτήτης και διευθυντής του Paradise. «Αρχικά, υπήρξε μεγάλη αντίδραση από τους ξενοδόχους στο ενδεχόμενο να φιλοξενήσουμε πρόσφυγες. Έγιναν πολλές συζητήσεις στην Ένωση Ξενοδόχων, καθώς φοβόμασταν μήπως πληγεί σημαντικά ο τουρισμός, όπως υπήρχε φόβος και για την αντίδραση των πρακτορείων. Κυρίαρχη ήταν η πεποίθηση πως τουρισμός και πρόσφυγες δεν μπορούν να συνδυαστούν. Τελικά, ήρθε η κρίσιμη στιγμή για εμάς, έπρεπε να πάρουμε μία απόφαση. Αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε με λίγα δωμάτια στην αρχή, για να δούμε πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει το πρόγραμμα στην πράξη. Στην απόφασή μας συνετέλεσε και το γεγονός πως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα είχαν ήδη επιλέξει βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων ποιοι άνθρωποι θα συμμετείχαν στο πρόγραμμα. Ήταν ο δικός μας τρόπος να συνεισφέρουμε σε αυτό που συμβαίνει, την ίδια στιγμή που πρέπει να πούμε ότι αμειβόμαστε γι’ αυτό, δεν το κάνουμε δωρεάν».
Δεν ήταν, όμως, λίγες οι αντιδράσεις από τους τουρίστες – Έλληνες και ξένους. «Μη με βάλεις στον ίδιο όροφο με αυτούς», «Πλένονται τα σεντόνια μας μαζί με τα δικά τους;» – ερώτηση προς καμαριέρα, επειδή ντρέπονταν να ρωτήσουν στη ρεσεψιόν. Εθελόντρια οδοντίατρος αμερικανικής καταγωγής που ήθελε να έρθει και να βοηθήσει τα παιδιά στο hot spot, αλλά και τα φτωχά ελληνόπουλα, παρέχοντας τις υπηρεσίες της, έφριξε, όταν συνειδητοποίησε πως οι πρόσφυγες έμεναν στο ίδιο ξενοδοχείο μ’ εκείνη. Η λίστα συνεχίζεται: Σοκαρισμένο ζευγάρι ηλικιωμένων Άγγλων που επισκεπτόταν το συγκεκριμένο ξενοδοχείο κάθε χρονιά –όμως δεν είχε έρθει τα τελευταία τρία χρόνια- είπαν πως το λιγότερο που θα έπρεπε να έχουν κάνει οι ιδιοκτήτες θα ήταν να τους έχουν ενημερώσει για την «κατάσταση». Η Σέβη Γιόφκου, υπεύθυνη κρατήσεων του ξενοδοχείου, τους απάντησε τότε πως, «Συνήθως δεν ενημερώνουμε στο στάδιο των κρατήσεων αναλυτικά τους πελάτες μας για το ποιες εθνικότητες φιλοξενούμε» και πως τόσο εκείνοι όσο και οι πρόσφυγες είναι πελάτες, για να υποχωρήσουν τελικά λέγοντας, «Μα όχι, όχι, μας παρεξηγήσατε». Η ένταση εκτονώθηκε τις επόμενες μέρες, κανείς όμως δεν ξέρει αν θα επιστρέψουν.
«Θα ήταν εξοργιστικό, αν μας πείραζε να μείνουμε στο ίδιο ξενοδοχείο με πρόσφυγες. Δεν φτάνει που οι ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν αυτή την πολιτική, δεν θα θέλαμε να τους δούμε και σε ξενοδοχείο χωρών που έχουν δεχτεί το κύμα; Θα ήμασταν αχάριστοι», μας λέει η Judith Van Goethem από το Βέλγιο που με τον σύντροφό της επισκέπτονται κάθε χρόνο το νησί. «Ένας από τους λόγους που θέλουμε να μένουμε στη Χώρα είναι, επειδή θέλουμε να συμμετέχουμε στη ζωή του τόπου». Ο σύντροφός της Knarf Van Pellecom συμπληρώνει: «Πιστεύω πως πέρα από το συναίσθημα, θα πρέπει να λειτουργούμε και με τη λογική. Ο κόσμος αλλάζει. Θα πρέπει πια να μάθουμε να συνυπάρχουμε όλοι. Γι’ αυτό θα πρέπει να κάνουμε όλοι υποχωρήσεις και κατά τη γνώμη μου θα πρέπει επιτέλους να απαλλαγούμε από τις θρησκείες, να μπορούμε να περπατάμε στον δρόμο όλοι, όντας απλώς ο εαυτός μας». Στο ερώτημα αν συνομίλησαν ή συγχρωτίστηκαν με τους πρόσφυγες, είπαν: «Εκτός από τα παιδάκια που είναι αυθόρμητα, με τους ενήλικες δεν μιλήσαμε. Το σκεφτήκαμε, αλλά μετά είπαμε πως δεν θα πηγαίναμε πάνω από το κεφάλι κάποιου, π.χ ενός Έλληνα, να του πούμε πώς είσαι και τι γίνεσαι, μας φάνηκε πολύ παρεισφρητικό και επιτηδευμένο».
«Μόνο κάποια μικροπροβλήματα είχαμε», συνεχίζει ο Πλούταρχος Τζιβανάκης, «θέματα, όμως, που πηγάζουν από τη διαφορετική κουλτούρα και από την κούραση των ανθρώπων. Θέματα που λύθηκαν αμέσως μόλις τα επισημάναμε, όπως για παράδειγμα ο σεβασμός στις ώρες κοινής ησυχίας. Είναι μια καθημερινή μάχη να κρατήσεις τις ισορροπίες. Καταλαβαίνουμε και από την άλλη πλευρά πως για τους Ευρωπαίους οι διακοπές είναι κάτι ιερό. Μπορεί ακόμη και η παραμικρή αλλαγή από την εικόνα που φανταστεί στο μυαλό τους να τους ενοχλήσει. Η μόνη αντίρρησή μου, όμως, είναι ότι πραγματικά, στην πράξη δηλαδή, δεν ενοχλούν κάπου οι άνθρωποι».
Ένα σπίτι transit
Το ξενοδοχείο γίνεται οιονεί σπίτι. Μικρά αντικείμενα και απειροελάχιστες αλλαγές στη διάταξη των επίπλων χαρίζουν αυτήν την αίσθηση. Όπως στο δωμάτιο της οικογένειας Allami που μας κέρασαν λουκουμάδες, όπως θα έκαναν στο σπίτι τους. «Η ζωή στο Ιράκ δεν ήταν ζωή» μας λέει ο Hiadar Allami. Eκείνος δούλευε σε διοικητική μονάδα του Στρατού. «Στις αρχές του 2015, ξεκίνησε ο κόσμος να βγαίνει πάλι στους δρόμους, διεκδικώντας ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Στις διαδηλώσεις συμμετείχαν και δημοσιογράφοι, γιατροί, όλες οι ομάδες της κοινωνίας. Δεν ήταν κακοποιοί οι άνθρωποι, αυτό που ζητούσαν ήταν να γίνει μία κυβέρνηση που να σέβεται τα δικαιώματα του λαού. Έτσι, όταν έφεραν σε εμάς τους πρώτους συλληφθέντες, μας είπαν οι ίδιοι, “Πρέπει να μας δείτε ανθρώπινα”. Ένας από αυτούς με πλησίασε και μου έδωσε ένα τηλέφωνο, για να πάρω την οικογένειά του και να τους ειδοποιήσω πού βρίσκεται. Την επόμενη μέρα, όντως τους ειδοποίησα ότι είχε συλληφθεί και ότι βρισκόταν στην τάδε διεύθυνση. Πήγαν οι δικοί του εκεί και όταν τους ρώτησαν που το έμαθαν, επειδή η διεύθυνση ήταν μυστική, εκείνοι είπαν το όνομά μου. Με πήραν οι συνάδελφοι μου και μού είπαν να εξαφανιστώ, επειδή θα πήγαινα στο στρατοδικείο».
«Το ταξίδι με τη βάρκα ήταν ένα ταξίδι θανάτου. Το μωρό παραλίγο να πνιγεί, έχει άσθμα, δεν μπορούσε να αναπνεύσει»
Αφού κρύφτηκε για 15 μέρες, επέστρεψε, πήρε την οικογένειά του και τράπηκαν σε φυγή, φτάνοντας ως τη Γερμανία. Έπειτα, συνελήφθη ο αδερφός του, για να μάθουν που βρίσκεται εκείνος, βασανίστηκε και κατέληξε στο νοσοκομείο. Ο Hiadar επέστρεψε να τον βρει, μαζί του πήγε και η οικογένειά του, για να φύγουν ξανά και να φτάσουν στη Σάμο, τον Σεπτέμβριο του 2016. «Το ταξίδι με τη βάρκα ήταν ένα ταξίδι θανάτου. Το μωρό παραλίγο να πνιγεί, έχει άσθμα, δεν μπορούσε να αναπνεύσει», λέει η γυναίκα του, Hanan. «Στο πέρασμα από την Τουρκία μας πυροβόλησαν, στο αυτοκίνητο», λέει η ίδια. «Εδώ στο ξενοδοχείο βρήκαμε την αξιοπρέπειά μας», συμπληρώνει ο σύζυγός της. Η οικογένεια περιμένει εδώ και τρεις μήνες την απόφαση για το αίτημα ασύλου. «Αν μπορώ να βρω δουλειά, θέλουμε να μείνουμε στην Ελλάδα, να πάνε σχολείο τα παιδιά, είναι εκτός σχολείου δυο χρόνια τώρα», λέει ο Hiadar.
Το μεγάλο στοίχημα είναι να κρατήσεις το ενδιαφέρον μικρών και μεγάλων για τη ζωή. «Η ψυχική υγεία είναι το μεγάλο θέμα όσων παραμένουν εγκλωβισμένοι εδώ. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα φθείρει», σχολιάζει ο Andrei Bogdan, επικεφαλής της εθελοντικής οργάνωσης Samos Volunteers που υποστηρίζεται από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα για τις δραστηριότητες που προσφέρουν στο ξενοδοχείο. «Είναι ένας τόπος transit το νησί. Έτσι, οι άνθρωποι νομίζουν πως σε μία-δύο εβδομάδες, το πολύ σε έναν μήνα θα φύγουν, δεν είναι όμως έτσι. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να εστιάσουμε σε επιμορφωτικές και δημιουργικές ασχολίες, ώστε να απασχολείται ο κόσμος, να χτίσει κάποιου είδους καθημερινότητα. Εμπλουτίσαμε, λοιπόν, το πρόγραμμά μας και για τους ενήλικες. Διδάσκουμε αγγλικά, γερμανικά, ελληνικά, γαλλικά και ολλανδικά και τέχνες για τους ενήλικες, όπως και για εφήβους στο δικό μας κτίριο που βρίσκεται στην πόλη, ώστε να μπουν και στη διαδικασία να έρθουν, να έχουν έναν στόχο», λέει ο Andrei Bogdan. Η οργάνωση ανταποκρίνεται επίσης και σε επείγουσες ανάγκες, όταν φτάνουν νέες βάρκες.
Το απόγευμα, οι εθελοντές της οργάνωσης Samos Volunteers επιστρέφουν στο Paradiseπροκειμένου να διασκεδάσουν τα παιδιά με προβολές, δημιουργικά παιχνίδια, ζωγραφική και κατασκευές. Το να υπάρχει ένα στοιχειώδες πρόγραμμα για τα παιδιά που έχουν μείνει μετέωρα είναι κομβικής σημασίας. Τα παιδιά είναι διψασμένα για ενδιαφέρον και επαφή. Ανοίγονται αμέσως σε όποιον σταθεί να παίξει μαζί τους, να τα γαργαλήσει ή να τους δώσει ένα χάδι. Κάνουν πονηριές, παίζουν, σε φιλάνε, ρωτάνε ποιοι από την αποστολή μας είναι ζευγάρι, κλείνοντας το μάτι. «Έχουμε και μασκότ στο ξενοδοχείο. Θυμάμαι ένα κοριτσάκι, την Evin, που τρέχαμε όλοι από πίσω της, ήταν ζιζάνιο. Μας είπαν μια μέρα οι ψυχολόγοι ότι το μόνο που αναζητούσε ήταν να την πάρει κάποιος αγκαλιά. Αυτό δοκίμασα μια μέρα και το παιδί γαντζώθηκε κυριολεκτικά», θυμάται η Σέβη. «Με πολλούς ανθρώπους έχουμε κρατήσει επαφή στο Facebook και στο Instagram. Για μένα, είναι συγκλονιστική εμπειρία να γνωρίζεις αυτούς τους ανθρώπους. Επιπλέον, καταλαβαίνεις πως τίποτα δεν είναι δεδομένο».
Ανάμεσα στους εθελοντές και η Majida Ali από τη Συρία, στην οποία παραχωρήθηκε τελικά άσυλο και ζει πια στη Σάμο διδάσκοντας αγγλικά στα παιδιά. «Ξεκίνησα να διδάσκω μόνη μου στο hot spot. Εκείνη την περίοδο, δεν υπήρχαν δραστηριότητες για τα παιδιά. Θυμάμαι ότι είχαν τόση ένταση, ήταν τόσο θυμωμένα», μας εξηγεί. Ανεξάρτητη ρεπόρτερ στη Συρία, έχει φυλακιστεί 13 φορές από το καθεστώς του Assad, για επτά μήνες την τελευταία φορά. «Εδώ και δυο χρόνια, δεν έχουμε διαφορετικές φυλακές για γυναίκες και άνδρες», λέει, καθώς καθόμαστε σ’ ένα τραπεζάκι, στον κήπο. Η Majida έχει υποστεί βασανιστήρια. Σήμερα, τρία από τα αδέρφια της είναι στη φυλακή εξαιτίας της. «Στην πατρίδα μου βλέπουμε όλο δολοφονίες και αίμα. Έτσι, όταν φτάνουμε στην Ευρώπη, το μόνο που ζητάμε είναι ειρήνη. Σοκαρίστηκα, όταν έφτασα, από την υποδοχή. Δεν καταλαβαίνω το σύστημα. Όταν φτάσαμε στην αρχή, ήμασταν μόνο ένας αριθμός, έτσι μας αντιμετώπιζαν και στη φυλακή. Ήταν τόσο άσχημη η πρώτη μέρα. Δεν επιτρεπόταν να μετακινηθείς, να μιλήσεις, δεν είχες πρόσβαση στο κινητό να ειδοποιήσεις ότι ζεις».
«Υπάρχουν φανταστικοί άνθρωποι εδώ, αλλά δεν είναι όλοι έτσι. Όταν πήγα στο νέο μου σπίτι, μου είπαν ότι δεν θέλουν μουσουλμάνους, ότι “έχουμε κορίτσια εδώ”» – Majida Ali
Η μητέρα της δυσκολεύτηκε πολύ να το πιστέψει, καθώς της παρέδωσαν στο σπίτι τα ρούχα και την ταυτότητα της Majida από τη φυλακή, λέγοντας της ότι η κόρη της πέθανε. «Το καλό πια είναι οι φίλοι και η δουλειά, αλλά δεν αντέχω τους αποχωρισμούς, δεν μπορώ την κατάσταση μέσα και έξω από το hot spot. Για παράδειγμα, μια οικογένεια της οποίας απορρίφθηκε το αίτημα ασύλου οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου έπρεπε να παραμείνει εκεί, μέχρι την απέλαση. Τα παιδιά έκλαιγαν. Βέβαια, δεν αντέχω και τα νέα από την πατρίδα μου. Σκοτώθηκε προχτές η ξαδέρφη μου, επτά μηνών έγκυος». Δεν θέλει να έρθει στην Αθήνα. «Υπάρχουν φανταστικοί άνθρωποι εδώ, αλλά δεν είναι όλοι έτσι. Όταν πήγα στο νέο μου σπίτι, μου είπαν ότι δεν θέλουν μουσουλμάνους, ότι “έχουμε κορίτσια εδώ”. Μια γυναίκα μάλιστα μου τράβηξε τη μαντίλα. Τώρα τα πράγματα έχουν ηρεμήσει λίγο». Τι ονειρεύεται για το μέλλον της; Ποιος είναι ο δικός της παράδεισος; «Προσεύχομαι κάθε λεπτό της ημέρας να σταματήσει ο πόλεμος, οι ατέλειωτες, απάνθρωπες μπίζνες. Ο παράδεισός μου βρίσκεται στη Συρία. Θέλω να επιστρέψω και να γίνω πάλι ο εαυτός μου, να γίνω η γυναίκα που ήμουν».
ΠΗΓΗ:www.vice.com