Αγροτόπαδο από τη Σάμο, ο Χρήστος Χριστοδουλάκης, έφυγε σε ηλικία 17 ετών από τη Σάμο την άνοιξη του 1941 για να πολεμήσει τους κατακτητές.
Άλλωστε μόλις ήρθαν στο νησί οι Ιταλοί, άρχισαν τις κακοποιήσεις, την αρπαγή της σοδειάς, τις πιέσεις και το υβρεολόγιο «Ρουφιάνο, κορνούτο». Την ιστορία του κατέγραψε στο βιβλίο «Μνήμες του αγώνα μας» 1940 -1995 εκδόσεις Υπερόριος, ISBN: 960-6720-00-4, από το οποίο κάνουμε μία αναφορά μόνο στην περίοδο της Μέσης Ανατολής, αφού στα περιεχόμενά του είναι και η δράση των χρόνων που ακολούθησαν. Άλλωστε είναι μία καλή ευκαιρία να προμηθευτείτε αυτό το εξαιρετικό βιβλίο και να το διαβάσετε.
Με ναύλο 600δρχ (με έκπτωση αφού ο βαρκάρης ήταν συγγενής και η κανονική τιμή ήταν 800δρχ) ο Χρήστος Χριστοδουλάκης φτάνει στις τουρκικές ακτές, όπου αν και δεν αντιμετώπισε προβλήματα, αντίθετα έτυχε καλής υποδοχής, έμαθε για άλλα περιστατικά που στοίχισαν τη ζωή σε άλλους πρόσφυγες. Καλλιτεχνική φύση, βάρδος και στιχουργός, που αποδείχτηκε ιδιαίτερα χρήσιμο στη συνέχεια, καταφέρνει τελικά μαζί με άλλους να καταταγεί στο στρατό της Μέσης Ανατολής.
Οργανώνεται στην Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ) και με άλλους σκορπίζει προκηρύξεις της ΑΣΟ την Πρωτομαγιά του 1942 στους καταυλισμούς της 1ης Ταξιαρχίας. Αναφέρει και επιβεβαιώνει, όπως αναφέρουν και άλλες μαρτυρίες που καταγράψαμε, τα εγκαίνια των γραφείων ΚΚ Παλαιστίνης στο Τελ Αβιβ υπό την προστασία της ΑΣΟ, επιβεβαιώνει την πρωτομαγιάτικη διαδήλωση (ο ίδιος δεν ήταν εκεί) και την ανάρτηση αρκετών πανό με συνθήματα σε στύλους με ηλεκτροφόρα καλώδια, που είχαν συνθήματα της ΑΣΟ. Φτιάχνει και πετάει στη μονάδα του αυτοσχέδια τρυκάκια με σύνθημα «κάτω η 4η Αυγούστου».
Θυμάται το 1941 να τραγουδούν το τραγούδι:
«Είμαστε εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου
Συγκεντρωμένα σε κάποια ερημιά
Για σένα και τη λευτεριά σου
Θα πολεμήσουμε όλοι με μια καρδιά»
Σε αυτό πρόσθεσε και δύο δικά του τετράστιχα.
Το τραγουδούσαν στην Καφριώνα της Παλαιστίνης το 1941 και αργότερα, το 1943 με μικρές αλλαγές στους στίχους «πέρασε» και στην Ελλάδα, όπου αναφέρει ότι εσφαλμένα θεωρείται το 1943 σαν έτος καταγραφής του τραγουδιού, αφού είχε προηγηθεί η καταγραφή του το 1941.
Στο πεδίο των μαχών, χτυπήθηκε η μονάδα του στο Μπιρ Χακίμ και είχε απώλειες από αεροπορικό βομβαρδισμό. Επίσης πολέμησε στη μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Θυμάται που τραγουδούν οι στρατιώτες στα στρατόπεδα του Λιβάνου το:
«Κάτω απ του Λιβάνου τ’ άσπρα βουνά
Άρχισε ο αγώνας για τη λευτεριά
Τιμή για το ΕΑΜ
Αντιφασίστες ηρωικοί αγωνιστές
Που πρωτομάχησαν για τον αγώνα
Του σκλάβου Ελληνικού λαού»
Συμμετέχει στην εξέγερση του ελληνικού στρατού, όταν υπολείμματα της δικτατορίας Μεταξά και βασιλικοί επιχειρούν να πάρουν την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων και να εκδιώξουν δημοκρατικούς αξιωματικούς. Θυμάται ότι καθοδηγητής της ΑΣΟ στο Μπούργκ Ελ Αράμπ ήταν ο στρατιώτης Πέτρος Ανδριώτης από την Ικαρία.
Το τραγούδι που έγραψε ήταν ο Χ. Χριστοδουλάκης ήταν:
«Μιαν αυγούλα στις έξι του Απρίλη
Το Μπούργκ Ελ Αράμπ βροντούσε παντού
Τραγουδούσαν, γελούσαν τα χείλη
Ο στρατός στο πλευρό του λαού
Τώρα πια δεν μένουν προδότες
Το λαό μας για να τυραννούν
Ο στρατός, οι εργάτες κι αγρότες
Λεύτεροι κι ενωμένοι θα ζουν
Πολεμάτε γερά αντιφασίστες
Οι εχτροί μας οπισθοχωρούν
Οι δικοί μας κ’ οι ξένοι φασίστες
Με τα όπλα μας θα συντριβούν»
20 μέρες κράτησε το Μπούργκ Ελ Αράμπ που ήταν πολιορκημένο από τους Εγγλέζους (μερικοί εξ αυτών βοήθησαν τους «στασιαστές» με νερό και τρόφιμα), όπως και οι Άραβες, που έλεγαν: Γιουνάν Αράπ σαβά – σαβά (Έλληνες Αράπηδες, μαζί, μαζί και Κοναές Γιουνάν καλοί Έλληνες).
Μαθαίνει για το χτύπημα του ναυτικού από τους Εγγλέζους με δακρυγόνα και γράφει – το τραγουδούν όλοι στη μονάδα του – το:
«Εμείς εδώ, εμείς εδώ που ήρθαμε
Ήρθαμε για, ήρθαμε για αγώνα
Κι οι άνανδροι μας τύφλωσαν
Με τα δακρυγόνα»
Ακολουθεί ο αφοπλισμός και η αιχμαλωσία μεγάλου μέρους του ελληνικού στρατού και του συγγραφέα, στα «σύρματα» της Αμπρία, μετά στα σύρματα τη Μπαρτία στην Κυρηναϊκή.
Εκεί επιβεβαιώνει το ρόλο του στρατηγού Βεντήρη, που αναφέρουν και άλλες μαρτυρίες, ο οποίος προσπαθεί να «σπάσει» τους αντιφασίστες.
Μετά ο Χριστοδουλάκης καταλήγει στα «σύρματα» στο Τμίμι, που λέγονταν και «Λάκκος του Διαβόλου», μαζί με 2.500 αντιφασίστες.
Γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του στρατιώτη Χαρίλαου Κατσίκη στις 9/9/1944, με στόχο να ξεσηκωθεί το στρατόπεδο και να υπάρξει αφορμή γενικευμένης επίθεσης των Άγγλων που είχαν στήσει την προβοκάτσια. Από εκεί τους ξεδιαλέγουν μετά από ερωτήσεις σε ένα αντίσκηνο που οι έγκλειστοι ονοματίζουν «Γκεστάπο Χάουζ» και καταλήγει στα σύρματα του Ντεκαμερέ, μαζί με 1.500 αξιωματικούς και στρατιώτες της ΑΣΟ.
Εκεί βγάζουν την εφημερίδα «Αγωνιστής» και το λογοτεχνικό περιοδικό «Ορίζοντες».
Ένα ποίημα που έγραψε για το περιοδικό, ήταν:
«Δαγκωματιές μυριόπονες, σκοτάδια μουχλιασμένα
Μπουντρούμια αιματόλουστα, σίδερα τροχισμένα
Τις σάρκες μας ξεσκίζετε λαίμαργα, μανιασμένα,
Μα τις ψυχές μας κάνετε με το γρανίτη ένα…»
Πήρε – όπως και άλλοι – το απολυτήριο 4/12/45, με άφιξη στη Σάμο στις 6/12/45 με πλοίο από το Τομπρούκ. Ήταν ένας χρόνος μετά το αιματοκύλισμα της Αθήνας από τους Εγγλέζους στα Δεκεμβριανά. Έζησε πολλά χρόνια στην Πετρούπολη, γνώρισε διώξεις, εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και παύτηκε από τη δικτατορία του 1967 – 1974. Εξελέγη και τη μεταπολιτευτική περίοδο. Σήμερα δεν βρίσκεται πια εν ζωή, άφησε όμως πλούσιο συγγραφικό έργο.
Έρευνα – επιμέλεια: Νάσος Μπράτσος -ΕΡΤ