«Θέλω πολύ να σε γνωρίσω Εσένα τον άγνωστο Θεό. Εσένα ακριβώς που διεισδύεις στα τρίσβαθα της ψυχής μου. Η ζωή μου μοιάζει με μια καταιγίδα, που περιτριγυρίζει τον κόσμο. Ω, Εσύ ο απόλυτα ακατάληπτος, ασύλληπτος, ο συγγενής μου. Εσένα επιθυμώ να γνωρίσω, Εσένα τον ίδιο να υπηρετήσω».
Θα περιμένατε τα παραπάνω λόγια να ανήκουν σε κάποιον Πατέρα της εκκλησίας. Για παράδειγμα στον Συμεών Νέο Θεολόγο που έγραφε όμορφα ποιήματα ή στον Γρηγόριο Θεολόγο, που κι εκείνος μέσα από τα ποιήματα του υπήρξε ευαίσθητος. Κι όμως. Ποιος θα πίστευε πως το παραπάνω ποίημα ανήκει στον μεγάλο φιλόσοφο Νίτσε, τον «άθεο» φιλόσοφο που εξήγγειλε τον θάνατο του Θεού;
Το ευαγγέλιο της Κυριακής βάζει σε σκέψεις. Αναστατώνει, προβληματίζει πολύ και δημιουργεί ξανά την αίσθηση του ανικανοποίητου. Πώς όμως συσχετίζεται το ποίημα του Νίτσε με το ευαγγέλιο; Ας δούμε πρώτα το ευαγγελικό ανάγνωσμα (Μάρκ. 2, 1- 12). Σύμφωνα με αυτό, ένας παραλυτικός θεραπεύεται. Ο Χριστός βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Το σπίτι έχει γεμίσει από κόσμο. Δεν υπάρχει χώρος για κανέναν. Τέσσερα πρόσωπα φέρνουν στον Χριστό έναν παραλυτικό. Αφαιρούν τη στέγη από το σπίτι, δημιουργούν ένα άνοιγμα, ώστε να μπορέσουν να τον κατεβάσουν στον Ίδιο. Ο Χριστός βλέποντας την πίστη τους, λέει στον παραλυτικό: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες».
Δεν είναι το θέμα, πως κάποιοι με τη βία μετέφεραν τον παραλυτικό στον Χριστό για να θεραπευτεί. Ο ίδιος ποθούσε να θεραπευτεί και πίστευε πως ο Χριστός μπορεί να πραγματοποιήσει κάτι τέτοιο. Όμως, τόσο οι τέσσερις που μετέφεραν τον παραλυτικό, όσο και ο ίδιος ο παραλυτικός, ήθελαν να έρθουν σε συνάντηση με το πρόσωπο του Χριστού. Να δημιουργήσουν σχέση. Πίστευαν όμως, δεν είπαν «ακούμε πως θεραπεύει, για να δούμε μπορεί να του δώσει την ίαση;». Είχαν τη βεβαιότητα και γι’ αυτό ξήλωσαν ακόμη και τη σκεπή του σπιτιού, ώστε ο παραλυτικός να βρεθεί κοντά στον Χριστό. Μακάριος άνθρωπος ο παραλυτικός. Είχε πόθο για τον Χριστό. Κατηύθυνε την ελευθερία του αβίαστα στο πρόσωπο του. Ο Χριστός σέβεται απολύτως την ελευθερία του ανθρώπου και δεν την παραβιάζει αφού, κατά Μάξιμο Ομολογητή, αν αίρουμε από τον άνθρωπο το αυτεξούσιο, τότε δεν είμαστε εικόνα του Θεού και η φύση του ανθρώπου φθείρεται.
Έρχομαι τώρα στο συσχετισμό του θαύματος αυτού, της θεραπείας του παραλυτικού, με τα λόγια του Νίτσε. Στο ευαγγέλιο, τέσσερα πρόσωπα μεταφέρουν τον παραλυτικό στον Χριστό. Μου δημιουργείται όμως ένα ερώτημα. Άραγε, υπάρχουν σήμερα πρόσωπα που να γνωρίζουν στους άθεους, αρνητές και αδιάφορους, τον Χριστό; Υπάρχουν πρόσωπα που φέρνουν σε συνάντηση τον Χριστό με όσους Τον αρνούνται, δεν πιστεύουν στην ύπαρξη Του, Τον αμφισβητούν, Τον μάχονται; Με βασανίζει όμως, και εξακολουθεί να με βασανίζει, το «γιατί δεν φέρνουμε το πρόσωπο του Χριστού στους παραπάνω ανθρώπους». Ο παραλυτικός είχε δίπλα του την ευλογία να τον μεταφέρουν στον Χριστό τέσσερα πρόσωπα. Ένας άθεος ή ένας πολέμιος του Χριστού ή ακόμη κι ένας που Τον αναζητά και δεν σχετίζεται με τον χώρο της εκκλησίας, ποιον έχει δίπλα του για να του γνωρίσει τον Χριστό; Γιατί πρέπει κάθε φορά που μιλάμε για τον Χριστό, ο νους μας να πηγαίνει μόνο σε όσους εκκλησιάζονται και έχουν μία πνευματική ωριμότητα; Και οι άλλοι; Ποιος θα ταρακουνήσει τις αγωνίες τους; Μήπως αρκούν όσοι εκκλησιάζονται; Δηλαδή είναι θέμα ποσότητας; Είναι θέμα όσων αποδέχονται τον Χριστό στη ζωή τους; Κι αν δεν είχαν τα ερεθίσματα να Τον συναντήσουν; Αν δεν είχαν τις ευκαιρίες να τρέξουν προς Εκείνον; Αν δεν κατάφερε μέσα τους να νικήσει ο πόθος για την αλήθεια και νίκησε ο νους τους και ερμήνευσαν τον Θεό με βάση το νου;
Ο Νίτσε λέγεται ότι υπήρξε άθεος. Έχω την πίστη πως αυτή δεν αποτελεί παρά μία επιπόλαια παραδοχή, που απέχει από την αλήθεια. Ο Νίτσε πάντοτε αναζητούσε τον Θεό. Υπήρξε γιος πάστορα, είχε σπουδάσει θεολογία και ήθελε να γίνει κληρικός. Όμως μία ημέρα του Πάσχα, αρνήθηκε να ακολουθήσει τη μητέρα του και την αδελφή του στην εκκλησία. Και καλά έπραξε! Το ίδιο θα έπραττα κι ο ίδιος αν μου είχαν γνωρίσει έναν τέτοιο Θεό∙ τον Θεό της Δύσης. Έναν ξένο Θεό προς τον Θεό της Ανατολής, στην οποία ο Θεός γνωρίζεται μέσα από την εμπειρία που γεννάται δια της μετοχής του ανθρώπου στις άκτιστες ενέργειες Του.
Δεν γνώρισε κανείς στον Νίτσε τον Θεό για τον Οποίο μιλάνε ο Γρηγόριος Νύσσης, Μ. Βασίλειος, Εφραίμ Σύρος και Γρηγόριος Παλαμάς. Του γνώρισαν τον Θεό του Άνσελμου και του Λούθηρου. Δηλαδή έναν Θεό που καταντά να είναι μία ιδέα. Δεν είχε ο Νίτσε κάποιον να του μιλήσει για την ορθόδοξη πνευματικότητα, την ασκητική της ερήμου, την αγάπη, την ταπείνωση, τη μετάνοια, την ελεύθερη υπακοή στο θέλημα του Θεού. Κι όμως ο Νίτσε Τον αναζητούσε. Ποθούσε να Τον γνωρίσει, όπως γράφει στο ποίημα του αλλά και να Τον υπηρετήσει. Είχε δίψα για τον Θεό, έλξη, αλλά δεν Τον συνάντησε.
Στις μέρες μας, ποιος αναλαμβάνει να συναντήσει και να συζητήσει με έναν άθεο, με έναν υβριστή του Θεού, με κάποιον που δεν τον ενδιαφέρει αν υπάρχει Θεός και τι γίνεται μέσα στην εκκλησία; Θεωρώ πως τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, υπάρχει ένας εφησυχασμός στα δεδομένα που δημιουργούνται είτε σε εκκλησιαστικό είτε σε θεολογικό επίπεδο. Σαν να αρκούμαστε σε όσους εκκλησιάζονται, σε πρόσωπα που μετέτρεψαν τη σωτηρία σε υπόθεση προσωπική, σε ανθρώπους που είναι της «εκκλησίας» όπως ακούμε να λένε, εν τέλει σε υπάρξεις που ακόμη κι όταν βρεθούν μέσα στην εκκλησία, πάλι μόνοι τους είναι, αδυνατώντας να συσχετιστούν μυστηριακά με τον Θεό, αφού την ίδια στιγμή δεν συσχετίζονται με τον συνάνθρωπο.
Κάποιοι έφεραν τον παραλυτικό στον Χριστό. Ποιοι θα φέρουν τους άθεους και αδιάφορους σε συνάντηση με το πρόσωπο του Χριστού; Όχι με την εκκλησία. Δεν έχει σημασία να εκκλησιαστεί κάποιος αν δεν γνωρίσει τον Θεό. Όπως και δεν έχει καμία σημασία να νηστέψει κάποιος αν δεν γνωρίσει και αγαπήσει τον Θεό. Και με τους άλλους; Τί θα γίνει με τους άλλους; Δεν είναι κατόρθωμα να λέμε πως οι εκκλησίες γεμίζουν με δεδομένους ανθρώπους. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Η χαρά έρχεται εάν πούμε μία μέρα πως ένας άθεος, κάποιος που υπήρξε υβριστής του Θεού και σφοδρός πολέμιος Του, ένας τσαλακωμένος και αταξινόμητος, γνώρισε τον Χριστό και προσεύχεται με ήρεμο θρήνο κάπου σε μία γωνιά του ναού.
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος