Γράφει ο Δημητρης Σεβαστάκης στην Αυγή .
Συνανήκειν. Δύσκολο, στιλπνό και σπάνιο. Πολλοί εννοούν ότι λείπουν -και στον ΣΥΡΙΖΑ- οι όροι σύμπνοιας και ουσιαστικής ενότητας. Πράγματι εύκολα, ιδίως στην προεκλογική περίοδο, εγείρονται κοιμισμένοι εμφύλιοι, βγαίνει μια ανασφάλεια, μια ένταση. Αλλά οφείλονται στις αγωνίες άδηλου μέλλοντος η τραχύτητα και οι απόκρημνες συμπεριφορές; Στατιστικά ίσως δεν πολυστέκει ο ισχυρισμός.
Οι περισσότεροι έχουν διαμορφωμένη «ταυτότητα» και πριν τον κοινοβουλευτικό ή αυτοδιοικητικό βίο, άρα ο κίνδυνος και η διάσπαρτη ανασφάλεια που ενυπάρχουν στις προεκλογικές περιόδους δεν πρέπει να τους αγγίζουν και πολύ. Αγγίζουν, όμως, μερικούς.
Για τα κουσούρια, τις (βλακο)συνομωσίες κ.λπ. ακόμα δεν έχει εφευρεθεί το εμβόλιο. Αλλά είναι ικανοί μερικοί με κατεστραμμένη ψυχή να επιμολύνουν τον χώρο; Ναι. Το δηλητήριο δεν θέλει πολύ άμα μπει στις φλέβες. Το αντίθετο είναι το δύσκολο. Να αποτοξινωθεί κανείς από το μίσος και τον φθόνο, ιδίως αν έχει την αίσθηση ότι είναι αδικημένος. Φτιάχνει ομαδούλες, συνδέσεις, κατηγορεί, ψιλοεκβιάζει συναισθηματικά (καμιά φορά και κυριολεκτικά), διαπραγματεύεται πάντα εις βάρος του συντρόφου.
Εντούτοις, ο κύριος χαρακτήρας που στεγάζεται στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πάσχει από αφέλεια ή αναβλητικότητα, όχι όμως τόσο από καριερισμό. Ή μάλλον όχι από επαγγελματικό καριερισμό, αλλά από μια ανόητη ματαιοδοξία να τον «δουν» όλοι, να τον προσέξουν οι πάντες, να τραβήξει τα βλέμματα θαυμασμού, να εντυπωσιάσει. Αυτό το είδος εκβιαστικού θαυμασμού έχει τη νοσηρή πλευρά του, αλλά πες ότι δεν βλάπτει.
Εκείνο που βλάπτει είναι είτε η ιδιοτελής εκμετάλλευση θέσης και πόστου, είτε τα πηχτά απωθημένα. Στον ΣΥΡΙΖΑ μια παρεμφερής κατάσταση είχε «βγει» στις παρυφές του δημοψηφίσματος, κυρίως στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν έγιναν προσπάθειες να αμβλυνθούν τραύματα και σκισίματα. Δεν βαριέσαι, μόλις βρεθούν υπό Κ.Σ. ξανανοίγουν οι πληγές.
Αν έχουμε θρυμματισμένο συναισθηματικό και ιδεολογικό υπόστρωμα, δεν μπορούμε να παλέψουμε. Δεν σε επιβεβαιώνει τίποτα από την πραγματικότητα. Νιώθεις ξένος στο ίδιο σου το πολιτικό σώμα. Κι αυτό είναι ένα αίσθημα «ανεπιθύμητου». Γεννάει ένα αίσθημα φυγής και απόσπασης. Αυτό το σημείο της αποξένωσης, του αισθήματος «να τα βροντήξω», καταλαμβάνει πολλούς συντρόφους, φίλους και είναι ένα κρίσιμο σημείο σε μια κρίσιμη στιγμή. Γιατί στα τόσα χρόνια δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι υπάρχει ένα ιδεολογικό τσιμεντάρισμα, ότι, βρέξει – χιονίσει, θα ’σαι εκεί, φρουρός ακοίμητος μιας κομματικότητας που μπορεί ο οποιοσδήποτε (μ…κας) να την κουρελιάζει. Ο οποιοσδήποτε μανιακός να δηλητηριάζει, να φτιάχνει το αποκρουστικό περίβλημα. Ναι, περίβλημα. Τέτοιο βλήμα.
Σε αυτή τη ρευστή στιγμή τίποτα δεν είναι δεδομένο. Αγκυρωμένο σε μια ακίνητη συνέπεια. Γιατί έχουν διαταραχτεί οι αναφορές. Τα σημάδια που βάζει κανείς στον βίο του για να μη χάσει τον δρόμο, για να μη χάσει το εαυτό του. Αυτά τα σημάδια έχουν χαθεί στην αμμοθύελλα, έχουν κρυφτεί από τις διαψεύσεις, έχουν σκονιστεί από τις ηλίθιες και ασυμμάζευτες φιλοδοξίες. Προσοχή, η φουρτούνα δεν πέρασε. Η υπόγεια ταραχή δεν ήρθη.