10.5 C
Σάμος
26/11/2024
Σαμιακά

Όψεις του προσφυγικού φαινομένου.Γ΄Μέρος

Του Δημήτρη Καρβελά

Γ΄  Μέρος

Μηχανισμός υποδοχής

Γενικά, «η φιλοξενία αυξάνεται όσο πιο ξένος είναι ο άλλος». Έτσι ενώ η αποδοχή των ομογενών έγινε με όρους εθνικής και πολιτισμικής εγγύτητας (Το χριστιανικό θρήσκευμα, η φυλή αλλά και η γεωγραφική και ιστορική εγγύτητα συνετέλεσαν στην καλύτερη αποδοχή των μεταναστών από την πρώην ανατολική Ευρώπη και την πρώην Σοβιετική Ένωση, ακόμη και αν δεν έλειψαν -ή δεν λείπουν- οι αρνητικές προβολές. Αυτή η συνθήκη όμως επέτεινε τη δυσκολία αποδοχής άλλων μεταναστών και προσφύγων που έφτασαν την ίδια εποχή στη χώρα),  η αποδοχή των ‘μη συγγενών’ ξένων βασίστηκε στη μεγαλύτερη συστηματοποίηση και παγίωση των σχέσεων που ορίζουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του εκάστοτε οικοδεσπότη και φιλοξενούμενου. Αυτή η φιλοξενία έγινε μέσα από τη σταδιακή  ‘επαγγελματοποίηση’ των μηχανισμών, χώρων και ανθρώπων που παίρνουν μέρος στην φιλοξενία προσφύγων. Αυτοί οι χώροι, μηχανισμοί ή άνθρωποι καλύπτουν τον ανθρωπιστικό χώρο, δηλαδή έναν ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στο εθνικό πολιτικό πλαίσιο, που είναι ανεπαρκές για να θέσει υπό την προστασία του τα συγκεκριμένα άτομα, και το διεθνές πλαίσιο προστασίας, το οποίο δεν έχει πλήρως αποδοθεί (δεν έχουν αναγνωριστεί  ως πρόσφυγες). Αυτή η ασάφεια συνδέεται άμεσα με τη συζήτηση για την κατηγοριοποίηση κάποιου ως πρόσφυγα ή μετανάστη. Για να κατορθώσει κάποιος να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας περνάει μια διαδικασία  διερεύνησης της ταυτότητάς του, ώστε να διαπιστωθεί ποιος είναι, ποιες είναι οι εμπειρίες του και εάν δικαιούται διεθνή προστασία ξεκινώντας από την υποβολή αίτησης στην Υπηρεσία Ασύλου.

Στις περισσότερες περιπτώσεις οι αιτούντες άσυλο δεν φέρουν έγγραφα που μπορούν να αποδείξουν την ταυτότητά τους, ενώ πολλές φορές τέτοια έγγραφα δεν μπορούν καν να αναζητηθούν στη χώρα που εγκατέλειψαν. Ο αιτών άσυλο θα πρέπει να αποδείξει ότι ζητά άσυλο ή ζητά να μην απελαθεί, γιατί φοβάται δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων, ή γιατί κινδυνεύει η ζωή του ή η αξιοπρέπειά του (κινδυνεύει με θανατική ποινή ή με βασανιστήρια ή εξευτελιστική μεταχείριση). Είναι μια διαδικασία που έχει ως βάση την ιδέα της εμπιστοσύνης και της καχυποψίας και από τις δυο πλευρές.  Όπως υπογραμμίζει η Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτών θα πρέπει «να απαντήσ[ει] με πλήρη ειλικρίνεια στις ερωτήσεις του υπαλλήλου. Εάν καταθέσ[ει] αναληθή στοιχεία ή ισχυρισμούς, αυτό θα επηρεάσει αρνητικά την κρίση επί της αίτησής [του]».  Πρέπει λοιπόν να αναζητηθούν τρόποι που να παρέχουν βάση στους όποιους ισχυρισμούς.

Κάποιοι από αυτούς προέρχονται από τις τεχνολογίες ασφάλειας, ελέγχου και παρακολούθησης που εφαρμόζονται εδώ και χρόνια για τη δίωξη εγκληματιών. Όταν ο αιτών υποβάλει την αίτηση διεθνούς προστασίας, φωτογραφίζεται και λαμβάνονται τα δακτυλικά αποτυπώματα του ίδιου καθώς και των μελών της οικογένειάς του που είναι άνω των 14 ετών. Τα δακτυλικά αποτυπώματα εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Βάση EURODAC και, σε περίπτωση που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος της Ευρώπης που εφαρμόζει τον Κανονισμό «Δουβλίνο ΙΙΙ», ενδέχεται να μεταφερθεί εκεί για να εξετασθεί η αίτησή του. Παραδίδει τα όποια ταξιδιωτικά έγγραφα (διαβατήριο) ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο έχει στην κατοχή του  και είναι συναφές με την αίτησή του και την εξακρίβωση της ταυτότητας τόσο του ίδιου όσο και των μελών της οικογένειάς του, της χώρας προέλευσης και του τόπου καταγωγής του, καθώς και της οικογενειακής του Αν μετά από 6 μήνες η απόφαση είναι θετική, τότε η άδεια μετατρέπεται σε άδεια διαμονής. Αν όχι, θα πρέπει να ασκήσει έφεση και να περιμένει την εκδίκασή της για αναθεώρηση της πρώτης απόφασης ή για να τελεσιδικήσει, πράγμα που οδηγεί στην επαναπροώθησή του στη χώρα από την οποία προήλθε. Εφόσον αναγνωριστεί το δικαίωμα για διεθνή προστασία, ο πρόσφυγας έχει πρόσβαση σε μια σειρά παροχών (ταξιδιωτικά έγγραφα, πρόσβαση σε εκπαίδευση, περίθαλψη, επιδόματα πρόνοιας κτλ.).

Υπάρχει ιδιαίτερη μέριμνα για τους ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες, οι οποίοι με την είσοδό τους στην επικράτεια τίθενται κάτω από την εποπτεία του κράτους (ορισμός επιτρόπου από την Εισαγγελία Ανηλίκων) και οδηγούνται σε κέντρα φιλοξενίας, ώστε να μην πέσουν θύματα εκμετάλλευσης. Ποιοι είναι οι ασυνόδευτοι ανήλικοι; Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι είναι κορίτσια και αγόρια κάτω των 18 ετών, αλλοδαποί που χωρίζονται και από τους δύο γονείς τους και δεν τα φροντίζει κανένας ενήλικος, ο οποίος από το νόμο ή από συνήθεια είναι υπεύθυνος να μεριμνά για αυτούς. Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι μπορεί να είναι πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο, ή μετανάστες. Τα ασυνόδευτα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην εκμετάλλευση. Τα δικαιώματα των ασυνόδευτων ανηλίκων προστατεύονται από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 περί δικαιωμάτων των παιδιών.  Το  θέμα της επανένωσης των οικογενειών είναι επίσης σημαντικό, αν και άργησε να κατοχυρωθεί νομικά (Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1977, Σύμβαση Ηνωμένων Εθνών Δεκέμβρης 1990). Η τελευταία σύμβαση ορίζει  ότι το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση απορρέει από την αξίωση να προστατευτεί η οικογένεια, φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κάθε κοινωνίας, καθώς και το δικαίωμα σεβασμού του οικογενειακού βίου, το οποίο προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο και κυρίως από την ευρωπαϊκή σύμβαση προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.

Ανοιχτά ή Κλειστά Κέντρα Φιλοξενίας

Με την τελευταία προσφυγική κρίση τα κέντρα φιλοξενίας, όπως ονομάστηκαν, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Διακρίνονται σε ανοιχτά και κλειστά. Τα κέντρα αυτά ουσιαστικά επιχειρούν να μετασχηματίσουν ένα δημόσιο-ανοιχτό χώρο σε χώρο εφαρμογής κανόνων που συνάδουν με τη ρητορική της φιλοξενίας. Στο πλαίσιο αυτό η φιλοξενία δεν ορίζεται με τον τρόπο που αναλύθηκε στην αρχή της ενότητας. Αντίθετα, διαμορφώνεται μέσα σε ένα αυστηρό πλαίσιο κανόνων -διεθνών και εθνικών- που εφαρμόζονται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό (εργαζόμενους, εθελοντές κτλ.). Αυτό διατηρεί την ιεράρχηση, η οποία υπήρχε και στην πράξη της φιλοξενίας μέσα στον οίκο, αλλά τη μεταφέρει από το πιο διαπροσωπικό, τοπικό και εθνικό πεδίο στο διεθνές, μετασχηματίζοντας τα έθιμα σε κανόνες και κανονισμούς και τις κατηγορίες του οικοδεσπότη/φιλοξενούμενου σε κλειστές κατηγορίες ιεραρχημένων και διακριτών ρόλων, που αποτελούν τον ‘κοινωνικό κόσμο’ των κέντρων. Σε αυτόν τον κόσμο οι πρόσφυγες συχνά μοιάζουν να έχουν υποχρεώσεις και να μετατρέπονται σε αποδέκτες προστασίας και φροντίδας, πράγμα που περιορίζει την αυτοδιαχείρισή τους και συχνά δεν φέρνει στην επιφάνεια τις δυνατότητές τους.  Από τα παραπάνω φαίνεται ότι, πέρα από τους διεθνείς και εθνικούς οργανισμούς, σημαντικό ρόλο παίζουν οι Μη Κυβερνητικές ή Εθελοντικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). Η ιδιαιτερότητα των ΜΚΟ συνίσταται στο ότι το αντικείμενο της δράσης τους μοιάζει συχνά να αντιδιαστέλλεται προς τις αντίστοιχες δράσεις του κράτους ενώ και οι δύο δραστηριοποιούνται στον λεγόμενο ανθρωπιστικό χώρο. Η κοινωνία των πολιτών, όπως συχνά αποκαλείται ο χώρος των ΜΚΟ, δε συνδέεται με συστήματα συγγένειας ούτε με επίσημους μηχανισμούς πρόνοιας και περίθαλψης. Στην Ελλάδα αναπτύσσεται κυρίως μετά το 1990, αν και υπάρχουν προγενέστερες μορφές εθελοντισμού, όπως το αντίστοιχο τμήμα του Ερυθρού Σταυρού. Σε αυτό συνετέλεσε η ανάπτυξη αντίστοιχων ευρωπαϊκών προγραμμάτων εθελοντισμού, που ήταν συνυφασμένα με τη νεότητα αλλά και με την εξωτερική πολιτική. Στο χώρο των ΜΚΟ και του εθελοντισμού οι γυναίκες τείνουν να πρωτοστατούν, ενδεχομένως γιατί έχουν μεγάλη εμπειρία σε έμφυλες εκδηλώσεις προσφοράς, φιλανθρωπίας αλλά και στην παροχή μη αμειβόμενης εργασίας. Η Κατερίνα Ροζάκου, η οποία έκανε επιτόπια έρευνα ανάμεσα σε εθελοντές που δούλευαν σε προγράμματα προσφύγων, καταδεικνύει πόσο αμφίσημοι είναι οι λόγοι και οι πράξεις  τους.  Όταν πρώτη φορά έφτασε ως εθελόντρια σε κέντρο φιλοξενίας, παρατήρησε ότι η υπεύθυνη του κέντρου έμοιαζε να έχει τη σχέση μητέρας-παιδιών με τους ‘φιλοξενούμενους’. Τους μάθαινε να γεμίζουν το πλυντήριο, ώστε να κάνουν οικονομία στο νερό, επισκέπτονταν ένα νεογέννητο και προσπαθούσε να διδάξει στη  μάνα πως να φροντίζει το μωρό (να βάζει τις πάνες, να του δίνει φάρμακα), ενώ η συγκεκριμένη μάνα είχε άλλα δυο παιδιά.  Οι ίδιοι οι εθελοντές ονομάζουν τους πρόσφυγες φιλοξενούμενους ενώ αναγνωρίζουν στον εαυτό τους το ρόλο του οικοδεσπότη. Υπογραμμίζουν ότι το έργο τους δεν είναι η φιλανθρωπία αλλά η προσπάθεια να βοηθήσουν τους πρόσφυγες να σταθούν στα δικά τους πόδια (ενδυνάμωση), εντούτοις οι σχέσεις που συχνά αναπτύσσονται είναι πολλές φορές ‘μητρικές’ ή ‘αδελφικές’, ιδιαίτερα με τους ανήλικους πρόσφυγες. Αυτή η σχέση ισχύει και για πρόσφυγες που δε ζουν σε κέντρα, αλλά σε εγκαταλελειμμένα  ή ανοίκιαστα σπίτια, εργοστάσια και άλλους χώρους. Ακόμα και σε αυτό το μη ελεγχόμενο – από το κράτος ή από εθελοντικούς οργανισμούς – περιβάλλον οι πρόσφυγες μοιάζουν να μην αναγνωρίζονται ως ικανοί οικοδεσπότες. Ομάδες εθελοντών που τους επισκέπτονται, νιώθουν το καθήκον να τους προτείνουν τρόπους οικειοποίησης του χώρου (να τον βάψουν, να τον καθαρίσουν κτλ.), κάτι που καταστρατηγεί τους κανόνες της φιλοξενίας και προδίδει τις ιεραρχημένες σχέσεις που υπάρχουν και εκεί.

Από όσα συζητήθηκαν παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η διάκριση ανάμεσα σε πρόσφυγα και μετανάστη είναι πολλές φορές αυθαίρετη. Επίσης, συχνά χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για τα κράτη/κοινωνίες υποδοχής είτε για να μην προχωρήσουν σε αποδοχή του μετακινούμενου ατόμου είτε για να μην το ενσωματώσουν. Ειδικά στη Ελλάδα, η είσοδος πολλών μετακινούμενων ατόμων από την πρώην Σοβιετική Ένωση και τα Βαλκάνια έθεσε την ελληνική κοινωνία και το κράτος μπροστά στο δίλημμα θεσμοθέτησης κριτηρίων για την αποδοχή αυτών των ατόμων. Αρχικά η αποδοχή βασίστηκε στην ιστορική έννοια του ομογενή, που όμως δεν μπόρεσε να προετοιμάσει την κοινωνία και τους κρατικούς μηχανισμούς για την αποδοχή μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι ιστορικά δεν σχετίζονται με την Ελλάδα.  Κομβικό σημείο για την αποδοχή προσφύγων είναι η αίτηση για άσυλο, η οποία εξελίχθηκε σε μια αυστηρά συστηματοποιημένη διαδικασία με στόχο τον έλεγχο της ταυτότητας του αιτούντα, πράγμα που δημιουργεί ένα κλίμα καχυποψίας. Συχνά οι αιτούντες άσυλο, ειδικά οι πιο ευάλωτες ομάδες (παιδιά, γυναίκες, οικογένειες), διαμένουν σε κέντρα φιλοξενίας, τα οποία επαναφέρουν το ζήτημα της φιλοξενίας ως διαδικασία ιεράρχησης της ετερότητας. Στη διαχείριση της φιλοξενίας προσφύγων κεντρικό ρόλο παίζουν οι ΜΚΟ και οι εθελοντές.

 

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ

Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία, η ενσωμάτωση είναι η διαδικασία με την οποία οι μετανάστες και οι πρόσφυγες γίνονται αποδεκτοί στην κοινωνία. Η ενσωμάτωση συνδέεται με την περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων διαφορετικών ομάδων μέσα σε ένα υπάρχον κοινωνικό σύστημα και τους βασικούς θεσμούς του. Συχνά η ενσωμάτωση ή η αδυναμία ολοκλήρωσής της θεωρείται ότι αφορά μεμονωμένα  άτομα ή ομάδες. Αυτή η άποψη εκφράζεται μέσα από στερεότυπα για μεταναστευτικές κοινότητες «κλεισμένες στον εαυτό τους», ως δείγμα ότι δεν υπάρχει η πρόθεση να προσαρμοστούν στη νοοτροπία και τις συνήθειες της χώρας υποδοχής. Έτσι, η ενσωμάτωση αποκτά ενδημικό χαρακτηριστικό, δηλαδή είναι κάτι που κάποιες ομάδες έχουν και άλλες δεν το διαθέτουν. Με αυτόν τον τρόπο  στοχοποιούνται μεταναστευτικές κοινότητες με συγκεκριμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αντίθετα, παραμένουν έξω από το στόχαστρο της κριτικής οι πολιτικές ενσωμάτωσης, οι οποίες εφαρμόζονται από τη χώρα υποδοχής (εθνικό πλαίσιο), τις τοπικές κοινωνίες (τοπικό πλαίσιο) ή τους διεθνείς οργανισμούς (διεθνές πλαίσιο).  Το στοίχημα της ένταξης αποτελεί μία από τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, άλλη μεγάλη χώρα υποδοχής, που από τις αρχές του 20ου αιώνα αποτέλεσε το μεγάλο χωνευτήρι, στην Ευρώπη η εθνική ομοιογένεια ήταν για δεκαετίες ο κυρίαρχος στόχος. Από το  1999 (Πρόγραμμα του Τάμπερε), η ΕΕ άρχισε να καλεί τις χώρες-εταίρους να συνεργαστούν για την ένταξη των υπηκόων τρίτων χωρών με προγράμματα πολιτικής ένταξης εντός της ΕΕ.

Με το πρόγραμμα της Στοκχόλμης (2009) έγινε ένα βήμα παραπέρα. Τα κράτη μέλη συμφώνησαν σε ένα σύνολο βασικών δεικτών, βάσει των οποίων γίνεται επίσημα η μέτρηση του βαθμού ενσωμάτωσης:

  • Απασχόληση: το ποσοστό απασχόλησης, ποσοστό ανεργίας, ποσοστό δραστηριότητας
  • Εκπαίδευση: βασικός αλφαβητισμός (ανάγνωση, μαθηματικά και τεχνολογία), ποσοστά εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μερίδιο της πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης και συμμετοχή σε προγράμματα κατάρτισης

  • Κοινωνική ένταξη: μέσο καθαρό εισόδημα, ποσοστό φτωχοποίησης, κατάσταση της υγείας, ποσοστό ιδιοκτησίας / μη-ιδιοκτησίας

  • Ενεργή πολιτική συμμετοχή: μερίδιο των μεταναστών που αποκτούν ιθαγένεια, μερίδιο των μεταναστών που κατέχουν status επί μακρόν διαμένοντος, μερίδιο μεταναστών μεταξύ των εκλεγμένων αντιπροσώπων σε διαφορετικά επίπεδα αντιπροσώπευσης (τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό).

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πολιτικές ενσωμάτωσης  για τους μετανάστες συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες των προσφύγων, αφού αφορούν αιτούντες άσυλο με άδεια παραμονής ή αναγνωρισμένους πρόσφυγες. Στο επόμενο μέρος θα εξεταστούν πτυχές της ενσωμάτωσης, οι οποίες αφορούν πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές όψεις υπογραμμίζοντας τα σημεία, όπου οι διαδικασίες αυτές στην περίπτωση των προσφύγων διακρίνονται από εκείνες για τους μετανάστες.

 

 

 

Related posts

Η αντίδραση του Πανεπιστημίου Αιγαίου στην ίδρυση Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.) με τίτλο “Οινοτουρισμός και Βιώσιμη Επιχειρηματικότητα”

admin

Το Επιμελητήριο Σάμου στην Τουριστική Έκθεση Σμύρνης 2024

admin

Ναυάγιο με μετανάστες στη Σάμο, έρευνες για αγνοούμενους

admin

Σάμος: Πυρκαγιά από φωτιά που άναψαν μετανάστες – Άμεση η επέμβαση της Πυροσβεστικής

admin

Πρόγραμμα 7ου ψεκασμού καταπολέμησης κουνουπιών

admin

Κρίσιμη η κατάσταση στη Σάμο λόγω υπερπληθυσμού αγριόχοιρων

admin

Εορτασμός Εθνικής Αντίστασης στη Σάμο

admin

Σάμος: Ισχυροί άνεμοι ξερίζωσαν δέντρο στο κέντρο της πόλης

admin

Tροχαίο ατύχημα σημειώθηκε στη Χερσαία Ζώνη Λιμένα Σάμου

admin