Η τσαμπούνα είναι το κατεξοχήν παραδοσιακό όργανο της Σάμου. Όταν δεν υπήρχαν άλλα όργανα, ένας τσαμπουνιέρης μόνος του, συνόδευε τα τραγούδια και τους χορούς των Σαμιωτών.
Η τσαμπούνα ήταν σε χρήση στα χωριά, σε κάθε περίσταση, καθόλη τη διάρκεια του έτους. Επίσης, παιζόταν στους γάμους, στα κάλαντα κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου και στις Αποκριές. Με τον καιρό όμως η χρήση της περιορίστηκε. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη δεκαετία του 1950 τα τραγούδια που έπαιζαν οι τσαμπουνιέρηδες ήταν: Η κλώσσα, Το πλατανιώτικο νερό, Ο μπαρμπα- Μαθιός, το Κάτω στο γιαλό, ο Μπράφος ή Βλάχα, ο οργανικός σκοπός Απ’ πάν’ (Πάνω χορός) ή πηδηχτός και τα αποκριάτικα τραγούδια. Κατά τις επόμενες δεκαετίες η χρήση της τσαμπούνας περιορίστηκε μόνο κατά την περίοδο των αποκρεών.
Ο Ν. Δημητρίου αναφέρει χαρακτηριστικά:
“…Στο χωριό μου (Μαυρατζαίους) ήταν δύο “τσαbνάρδις”. Ο καθένας τους διέθετε “σπιτάρα” για χορό. Συνάζονταν, λοιπόν, πότε στη μια και πότε στην άλλη, τα παλικάρια και οι κοπέλες τον χωριού και δώσ’ του χορό όλη τη μέρα. Η γυναίκα τον τσαμπουνιάρη, φρόντιζε να ειδοποιήσει τους απόντες. Έλα στο σπίτι στο χορό, θα ’ναι και ο “λιγάμινους” έλεγε στη μια. Έλα στο σπίτι στο χορό, θα ’ναι κι η “λιγάμιν” έλεγε στον άλλο… Μοναδικό όργανο για χορό ήταν η τσαμπούνα, χωρίς τουμπελέκι ή νταούλι. Η μάνα μου η μακαρίτισσα, ποτέ της δεν είχε δει τέτοιο όργανο, ως μου ’λεγε στη Σάμο… Στη μέση τον χορού όρθιος, στεκόταν ο τσαμπουνιάρης κι έπαιζε την τσαμπούνα. Χόρευαν συρτό και πηδηχτό. Ο καθένας που έσερνε το χορό (ήταν στον κάβο), άμα τελείωνε, έβαζε μέσα στο τσαρούχι του τσαμπουνιάρη μια δύο-δεκάρες… Το χορό με την τσαμπούνα, τον ακολουθούσε χορός δίχως αυτή. Χόρευαν “τραγουδστά”. Τον προτιμούσαν, γιατί και χωρίς πληρωμή χόρευαν και γιατί δινόταν η ευκαιρία στα ζευγάρια να φανερώσουν τα αισθήματά τους και τους καημούς τους, έστω και με στίχους. Ξομολογήσεις ερωτικές, παράπονα, υποσχέσεις, παινέματα και διακοπή σχέσεων κάποτε… Σήμερα οι τραγουδιστοί χοροί περιορίστηκαν στους γάμους μονάχα. Ούτε και στις σπιτάρες χορεύουν. Οι δημόσιοι χοροί γίνονται στις πλατείες του χωριού και στα καφενεία. Με το πέρασμα του καιρού οι τσαμπούνες άρχισαν να χάνονται. Μόνο τις αποκριές κάνουν την εμφάνισή τους..”
Σχεδόν σε κάθε χωριό της Σάμου υπήρχε τουλάχιστον ένας τσαμπουνιέρης. Ωστόσο, σε κάποια χωριά υπήρχαν ολόκληρες οικογένειες τσοπάνηδων που διατηρούσαν την παράδοση της τσαμπούνας επί πολλές γενιές. Μεγάλη φήμη είχαν οι τσαμπουνιέρηδες (τσαμπνιάρδις) στο Άνω Βαθύ, το Παλιόκαστρο, τους Μυτιληνιούς, τον Παγώνδα, τους Βουρλιώτες, το Κοκκάρι, το Λιμάνι Καρλοβάσου, το Μαραθόκαμπο, την Καλλιθέα (ή Καλαμπάχτας).
Τα μέρη της τσαμπούνας
Η τσαμπούνα αποτελείται από τον ασκό ή αλλιώς δερμάτι που έχει δύο τρύπες και στη μία είναι το επιστόμιο ή φυσερό (από καλάμι) ενώ στην άλλη είναι τοποθετημένη η τσαμπούνα (έτσι λέγεται και το ξύλινο τμήμα του οργάνου, στο οποίο βάζει τα δάχτυλά του ο τσαμπουνιέρης για να παίξει).
Συνήθως, το δερμάτι είναι από κατσίκι. Ο τσαμπουνιέρης διαλέγει τα πιο καλά από τα κατσίκια που σφάζονται στα μαντριά την περίοδο του Πάσχα και συνήθως τη Μεγάλη Πέμπτη. Ένα κατσίκι θεωρείται ότι θα δώσει καλό δερμάτι, όταν είναι τριών – τεσσάρων μηνών και 14-15 κιλών περίπου. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή κατά το γδάρσιμο ώστε να μην δημιουργηθούν τρύπες στο δέρμα. Στη συνέχεια ο τσαμπουνιέρης τυλίγει τα διαλεγμένα δερμάτια με κοσκινισμένη στάχτη και λίγο αλάτι για 5-6 μέρες περίπου. Έπειτα τα ξετυλίγει, τα τινάζει και τα απλώνει σε σχάρες για να αερίζονται. Αλείφει το κάθε δερμάτι με πολύ αλάτι (τουλάχιστον ένα κιλό αλάτι σε κάθε δερμάτι) και τα αφήνει στη σκιά για 4-5 μήνες. Το Σεπτέμβριο τα βάζει για ένα βράδυ σε λεκάνες με θαλασσινό νερό για να μαλακώσουν. Την επόμενη μέρα τα κουρεύει, τα πλένει με σαπουνάδα και τα απλώνει στον ήλιο να στεγνώσουν. Έπειτα είναι έτοιμα για να μπουν σε τσαμπούνες.
Η τσαμπούνα (το ξύλινο τμήμα) στη Σάμο συνήθως (φτιάχνεται από σαμπούκο (σπάνιο είδος δένδρου που βρίσκεται συνήθως στις ρεματιές) και καταλήγει σε κέρατο βοδιού. Μέσα στο σαμπούκο (έχει τη μορφή αυλακωτής βάσης) είναι τοποθετημένα τα δύο ισομήκη καλάμια (αυλοί). Το αριστερό έχει πέντε τρύπες και το δεξί συνήθως έχει μία. Η απόσταση μεταξύ των τρυπών εξαρτάται από τις διαστάσεις των δακτύλων του κάθε τσαμπουνιέρη. Ο ήχος παράγεται καθώς ο αέρας που φεύγει από το δερμάτι περνάει από τα τσαμπούνια ή αλλιώς πιπίνια. Τα τσαμπούνια είναι δύο μικρά ισομήκη καλαμάκια, κλειστά στο πάνω μέρος τους και χαραγμένα ώστε να έχουν γλωσσίδι. Είναι ταιριασμένα μεταξύ τους ώστε να βγάζουν την ίδια περίπου οξύτητα, και καταλήγουν στα δύο μεγαλύτερα καλάμια με τις τρύπες (αυλούς) που προαναφέραμε. Τα τσαμπούνια τσιγαρίζονται σε τηγάνι πριν τοποθετηθούν στην τσαμπούνα. Για να μη φεύγει εύκολα ο αέρας από το δερμάτι τοποθετείται στο εσωτερικό του ένα κρεμμυδόφυλλο ή μια συνθετική επιφάνεια (νάυλον) που έχει το ρόλο της βαλβίδας.
Η διάταξη των χεριών πάνω στους αυλούς είναι κάτω το δεξί χέρι και πάνω το αριστερό. Με το δεξί χέρι ο τσαμπουνιέρης παίζει τη μελωδία ενώ με το αριστερό κάνει τα τσακίσματα, δηλαδή το τρέμολο, τα ποικίλματα της μελωδίας. Όταν μια τσαμπούνα έχει ωραία “φωνή” και είναι κουρντισμένα τα πιπίνια της, τότε οι τσαμπουνιέρηδες χρησιμοποιούν τη φράση ότι “η τσαμπούνα το λέει ωραία”. Η σαμιώτικη τσαμπούνα διαφέρει σε αρκετά σημεία από τις υπόλοιπες που υπάρχουν στα άλλα νησιά. Δεν συνοδεύεται από κάποιο κρουστό όργανο, όπως π.χ. η κυκλαδίτικη που παίζεται πάντα μαζί με τουμπάκι, αλλά ούτε και από κάποιο έγχορδο π.χ. λαούτο όπως συμβαίνει στα Δωδεκάνησα. Επίσης, έχει έξι τρύπες, δηλαδή πέντε στο αριστερό καλάμι και μία στο δεξί, ενώ οι τσαμπούνες π.χ. στη Μύκονο και τη Τζια έχουν δέκα τρύπες, πέντε στο ένα καλάμι και πέντε στο άλλο.
Τσαμπούνα, επίσης στη Σάμο, λέγεται και το σκέτο καλάμι (χωρίς δερμάτι) που είναι κλειστό στο πάνω μέρος του. Είναι χαραγμένο μπροστά ώστε να σχηματίζεται γλωσσίδι. Ο ήχος παράγεται καθώς πάλλεται το γλωσσίδι μέσα στο στόμα του εκτελεστή. Το καλάμι αυτό έχει συνήθως πέντε τρύπες.
ΠΗΓΗ: Περιοδικό “ΑΠΟΠΛΟΥΣ” Χρονογραφική επισκόπηση της μουσικής στη Σάμο, 19ος και 20ος αιώνας, Δημήτρης Ζαχαρίου