Ανδρέας Δημητρέλιας*
Από τότε που ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είπε γεμάτος αλόγιστο θάρρος και έπαρση στα κανάλια της χώρας του «Θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά στην Ελλάδα», βλέπω παντού γύρω μου αυτή του τη γιαλατζί πρόταση. Οντας ένας μαθητής που μεγαλώνει στο ακριτικό νησί της Σάμου, το οποίο βρίσκεται πιο κοντά στα τουρκικά παράλια από κάθε άλλο νησί της χώρας, δεν νιώθω ότι απειλούμαι, δεν νιώθω πως ένα πρωινό θα ξυπνήσω και θα είμαι Τούρκος, δεν νιώθω πως τα λεγόμενα του Ρ. Τ. Ε. είναι κάτι παραπάνω από «φτηνά» λόγια προπαγανδιστικής σημασίας, τα οποία «αγοράζουν» οι ελάχιστοι φανατικοί υποστηρικτές του προέδρου. Πολύ απλά, δεν φοβάμαι για την ελευθερία μου, γιατί έχω γνωρίσει από πρώτο χέρι τους γείτονές μου. Ξέρω πως όταν εκείνοι λένε «Θα έρθουμε μια νύχτα στην Ελλάδα», δεν εννοούν ότι θα εκπληρώσουν τις φαντασιώσεις του προέδρου τους, αλλά πως θα έρθουν στην Ελλάδα για ονειρικές διακοπές για τις οποίες δουλεύουν σκληρά για μήνες, γεμάτοι αγάπη και σεβασμό προς τη χώρα μας. Οσο καιρό υπάρχει αυτό το «δούναι και λαβείν» μεταξύ εμού και των γειτόνων μου, δεν έχω γνωρίσει κανέναν άνθρωπο ο οποίος να συμπίπτει πολιτικά με την τωρινή τους κυβέρνηση, δεν έχω ακούσει κανέναν να υποστηρίζει αυτή την ένταση που προκαλούν οι πολιτικοί για να ξεχνάει ο κόσμος τα αληθινά του προβλήματα, δεν έχω δει κανέναν Τούρκο που να ενστερνίζεται τις ντεμέκ δηλώσεις του «Σουλτάνου».
Όμως, όλη αυτή η ένταση και όλες αυτές οι απειλές γεννούν στο 16χρονο μυαλό μου αρκετά ερωτήματα: Αξίζει στ’ αλήθεια να είναι τεταμένες, εάν είναι, οι σχέσεις του ελληνικού και του τουρκικού λαού; Εχουν κάτι να χωρίσουν οι δύο αυτοί πολιτισμοί; Είναι ηθική αυτή η πολιτική ρήξη μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας; Αρχικά, θεωρώ πως ο κόσμος μας θα ήταν τελείως διαφορετικός αν είχαμε σχέσεις συνεργασίας με τον γείτονα λαό. Αυτά που μας ενώνουν είναι πολλά περισσότερα από αυτά που υποθετικά μας χωρίζουν. Ουσιαστικά, το μόνο που μας χωρίζει με εκείνους είναι μία θάλασσα. Έτσι, με ένα θετικό κλίμα θα μπορούσαμε κάλλιστα να συνάψουμε φιλικότατα δεσμά με τους γείτονές μας. Έπειτα, δεν θεωρώ πως υπάρχει κάτι για να χωρίσουμε. Από άποψη κουλτούρας και καθημερινότητας, οι κάτοικοι των μικρασιατικών παραλίων μοιάζουν πολύ με εμάς. Πολλοί θα πουν πως μιλάνε άλλη γλώσσα και έχουν άλλη θρησκεία, εγώ όμως θα απαντήσω πως το ποσοστό των Τούρκων που εγκαταλείπουν τη μουσουλμανική θρησκεία ανεβαίνει όλο και περισσότερο και τα αγγλικά είναι μια υπέροχη μέση οδός και για τους δυο μας.
Σίγουρα όλα αυτά είναι ολίγον τι πασιφιστικά και ουτοπικά, παρ’ όλα αυτά επιτρέψτε μου ως νέος να ονειροπολώ, να κάνω θεωρίες και να στηρίζομαι πάνω στην ελπίδα, μια και αυτή αφορά το μέλλον, όχι το δικό μου προσωπικά, αλλά το μέλλον του συνόλου. Τέλος, σχετικά με την πολιτική ένταση, τη θεωρώ απολύτως «ανήθικη», αφού οι πολιτικοί έχουν καταπιαστεί από ένα θέμα που επηρεάζει με ευκολία τον αδύναμο πνευματικά λαό και εκμεταλλεύονται προς το συμφέρον τους το θέμα που πουλάει περισσότερο από όλα τα άλλα, αυτό του ελληνο-τουρκικού ζητήματος. Αντί να κατηγορούμε λοιπόν τον γείτονα λαό, μήπως θα πρέπει να αρχίσουμε να κατηγορούμε τη γείτονα κυβέρνηση που εδώ και χρόνια προς όφελός της πλάθει όπως επιθυμεί εκείνη τη ροή των γεγονότων;
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω την ανάγκη ενός μέλλοντος με ειρηνικό κλίμα και με ένα συνολικό bona fide (καλή τη πίστη λατινιστί). Επιθυμώ να ζήσω σε ένα νησί που δεν θα είναι πλέον, και κυριολεκτικά και μεταφορικά, ανάμεσα σε αυτό το διπλωματικό πεδίο μάχης και που, στον αντίποδα, θα είναι ένα από τα ενδοξότερα παραδείγματα ανάπτυξης της φιλίας, της οικονομίας, της ψυχαγωγίας και της καλής γειτνίασης μεταξύ δύο λαών με τόσα κοινά.
*Μαθητής της Β΄ Τάξης στο Γενικό Επαγγελματικό Λύκειο (ΓΕΛ) Σάμου.