Στον Μαραθόκαμπο της Σάμου τις ημέρες του Πάσχα διατηρείται μεταξύ των άλλων και ένα παμπάλαιο έθιμο το οποίο έλκει τις ρίζες του στα χρόνια της επανάστασης του 1821.Είναι το έθιμο με τις «τουφεκιές» το οποίο εμπλουτισμένο με την ευρηματικότητα των κατοίκων στο πέρασμα των χρόνων δημιουργεί ένα εντυπωσιακότατο θέαμα κυρίως ανήμερα του Πάσχα το οποίο παρακολουθούν χιλιάδες επισκέπτες από τη Σάμο και από όλα σχεδόν τα μέρη της Ελλάδας καθώς και αρκετοί ξένοι.
Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα για το έθιμο με τις τουφεκιές , χρησιμοποιούσαν το τρουμπούν (τρομπόνι) και το σουλτάς (σουλτάδο) που ήταν παμπάλαια όπλα της επανάστασης του 1821, το τρομπόνι μάλιστα ήταν βραχύκαννο, κατ’ εξοχή ναυτικό όπλο , με πλατιά κάνη που έβαζαν πολλά βλήματα, με αυτά οι Μαραθοκαμπίτες ναυτικοί αντιμετώπιζαν τους πειρατές. Η χρήση των όπλων αυτών απαιτούσε χειρισμούς από δυνατούς άντρες, λεβέντες.
Η κάθε ενορία είχε τους δικούς της τουφεκάδες, τους δικούς της λεβέντες και υπήρχε συναγωνισμός ποιοι θα έριχναν τις περισσότερες, ποιοι θα ήταν οι πιο συστηματικοί και οι συζητήσεις για τον καλύτερο της χρονιάς έδιναν και έπαιρναν για καιρό. Οι μικρότεροι έριχναν φελλούς, τρακατρούκες, αυτοσχέδια βαρελότα και κυρίως κλειδιά, ποιος μπορούσε τότε να ξεχάσει γύφτικο κλειδί στην πόρτα του, χάνονταν αμέσως ήταν περιζήτητα. Ένα κλειδί , μια πρόκα και μερικά κουτιά σπίρτα εξόπλιζε τον κάθε πιτσιρικά για το Πάσχα. Όλα αυτά τα «όπλα» χάθηκαν με το χρόνο και όσα απέμειναν τα μάζεψαν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί κατά την περίοδο της Κατοχής.
Σήμερα στο έθιμο αυτό ανταγωνίζονται οι 6 ενορίες του χωριού για το ποια θα παρουσιάσει το εντυπωσιακότερο θέαμα. Στην προετοιμασία του θεάματος συμμετέχουν εκατοντάδες εθελοντές κάθε ηλικίας ενώ στηρίζεται οικονομικά και από δεκάδες ομογενείς του εξωτερικού που θέλουν τη διατήρηση των τοπικών εθίμων στο πέρασμα του χρόνου..
Κάθε τόπος και μια παράδοση, κάθε παράδοση και μία εικόνα. Ο συνδυασμός της παρακολούθησης των εθίμων με μια άριστη φιλοξενία θα κάνουν το Πάσχα το δικό σας στη Σάμο μια μοναδική και αξέχαστη εμπειρία.
Φωτογραφία Nikos Chatziiakovou