Του Δημήτρη Καρβελά
B Μέρος
H αύξηση του αριθμού των προσφύγων λόγω των πολέμων αλλά και η κατάσταση της κατεστραμμένης ευρωπαϊκής ηπείρου δημιούργησαν ένα πρόβλημα φιλοξενίας. Έτσι, προτιμήθηκε η λύση της μετεγκατάστασης σε χώρες εκτός Ευρώπης, όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Η οικονομική ανάπτυξη και η ανοικοδόμηση που ακολούθησε τους δύο Πολέμους, αλλά και η σταδιακή διαμόρφωση μηχανισμών διαφύλαξης της παγκόσμιας ειρήνης, όπως η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δημιούργησε την αίσθηση ότι, τουλάχιστον για τη Δύση, το ζήτημα των προσφύγων αποτελούσε παρελθόν. Ατομικές περιπτώσεις πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι αυτομολούσαν από χώρες της Ανατολικής (σοσιαλιστικής) Ευρώπης και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ενέτειναν κατά την περίοδο του Ψυχρού πολέμου την εντύπωση ότι ο δυτικός, συχνά αυτοαποκαλούμενος «ελεύθερος», κόσμος δεν θα αντιμετώπιζε ξανά προσφυγικό πρόβλημα. Παράλληλα, άρχισε να διαφαίνεται και μια νέα λύση για την αντιμετώπιση προσφύγων: το στρατόπεδο. Η λύση αυτή προέκυψε όταν οι συνεχιζόμενες εντάσεις και κρίσεις στη Μέση Ανατολή, ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους, δημιούργησαν προσφυγικές ροές. Η λύση του στρατοπέδου δεν απομάκρυνε σημαντικά τους πρόσφυγες από τις εστίες τους και έδινε στο πρόβλημα έναν χαρακτήρα προσωρινότητας που όμως αποδείχτηκε επίπλαστος. Επίσης επιβάρυνε οικονομικά τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ενώ δημιούργησε πολιτικά προβλήματα στις κυβερνήσεις χωρών που φιλοξενούν στρατόπεδα. Τα τελευταία χρόνια άρχισαν να θεωρούνται σταδιακά χώροι παρανομίας και πολιτικής αντίστασης. Έτσι αρχίζει να προωθείται η λύση του επαναπατρισμού. Η δεκαετία του 1990 όμως είναι καταλυτική για μια νέα φάση στη διαμόρφωση του παγκόσμιου οικονομικού και πολιτικού σκηνικού. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου (1989) σηματοδότησε ραγδαίες παγκόσμιες εξελίξεις: διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, διαμόρφωση νέων συνόρων, άνοδος του εθνικισμού, μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Ειδικά για την Ευρώπη, η περίοδος αυτή αποτέλεσε την απαρχή μεγάλων αλλαγών.
Η πρώτη περίπτωση προσφυγικού ζητήματος που απασχόλησε την ΕΕ τη δεκαετία του 1990 ήταν οι πρόσφυγες από τους πολέμους που ξέσπασαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ειδικά εκείνους από τον πόλεμο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (1992-1995) και αργότερα από το Κόσοβο (1998-1999). Η περίπτωση αυτών των πολέμων προκάλεσε πολλές συζητήσεις για τα σύνορα και την ταυτότητα της Ευρώπης, αφού υπενθύμισε ότι καμιά περιοχή δεν μπορεί να θεωρείται απρόσβλητη κατά την περίοδο εμπόλεμων συρράξεων. Ο πόλεμος που ξέσπασε συντάραξε την κοινή γνώμη της ηπείρου, ενώ προκάλεσε συζητήσεις για τις ενδημικές αιτίες που κατέστησαν τα Βαλκάνια πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, όπως η θρησκεία, οι εθνοτικές ταυτότητες και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (έτσι μεταφράστηκαν στη Δύση πολλά καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού). Προκάλεσε όμως και για πρώτη φορά μια παγκόσμια ένοπλη αντίδραση για ανθρωπιστικούς λόγους, όπως θεωρήθηκε η εμπλοκή του ΝΑΤΟ στους πολέμους της περιοχής. Έτσι, σαράντα χρόνια μετά τη διαμόρφωση ενός νομικού πλαισίου με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα τελευταία χρησιμοποιήθηκαν σε μια σύρραξη.
Οι πόλεμοι αυτοί, πέρα από τις ανθρώπινες και υλικές απώλειες, ήταν σημαντικοί, επειδή προκάλεσαν πλήθος προσφυγικών ροών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ξεκίνησε ως εμπορική ένωση (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα 1952, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα 1958), εξελίχθηκε σε πολιτική (Ευρωπαϊκή Ένωση 1993). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ελεύθερη μετακίνηση στα σύνορά της αφορούσε για δεκαετίες εργατικό δυναμικό από τα κράτη μέλη. Στα τέλη του 1990 (1999-2005) άρχισε η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός κοινού συστήματος διαχείρισης προσφυγικών ροών (Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου). Το αποτέλεσμα ήταν «η δημιουργία μιας σύνθετης ταξινόμησης και κατηγοριοποίησης των διαφορετικών ‘τύπων’ προσφύγων και η διαφοροποίησή τους από τους ‘εσωτερικά εκτοπισμένους’». Η υπογραφή της Σύμβασης της Γενεύης δημιούργησε ένα διεθνές πλαίσιο αντιμετώπισης των προσφύγων. Αυτό το περιβάλλον όμως σχετίζεται σε κάθε περίοδο με συγκεκριμένα πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα, τα οποία επηρεάζουν τις προτεινόμενες λύσεις για το προσφυγικό, όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή προγράμματα επαναπατρισμού.
Μετανάστης ή πρόσφυγας;
Η προηγούμενη συζήτηση ανέδειξε τη σημαντικότητα της έννοιας του ασύλου. Σημειώνουμε ότι, ενώ σταδιακά ο αριθμός των αιτούντων άσυλο αυξάνεται, ο αριθμός των αναγνωρισμένων προσφύγων μειώνεται στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή όλο και περισσότερο το άσυλο και η προσφυγική κρίση αρχίζουν και συσχετίζονται με τη μεταναστευτική πολιτική κρίση. Σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό, η διάκριση ανάμεσα σε μετανάστες (συχνά αναφέρονται ως οικονομικοί μετανάστες) και πρόσφυγες (συχνά πολιτικοί μετανάστες) βασίζεται στο λόγο που επιτάσσει τη μετακίνηση και στη διάκριση ανάμεσα στην επιθυμία για τους πρώτους και την ανάγκη για τους δεύτερους. Οικονομικοί μετανάστες είναι τα πρόσωπα που εγκαταλείπουν την χώρα τους προσβλέποντας σε καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, στις χώρες τελικού προορισμού τους. Πρόσφυγες, αντίθετα, είναι εκείνοι που φοβούνται για τη ζωή τους λόγω της φυλής, της θρησκείας, των πολιτικών τους πεποιθήσεων κτλ. Οι οικονομικοί μετανάστες έχουν καταρχήν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους όποτε το θελήσουν, σε αντίθεση με τους πρόσφυγες, που δεν μπορούν να επιστρέψουν με ασφάλεια μέχρι να αλλάξει εκεί η κατάσταση που επέβαλε τον εκπατρισμό τους. η διάκριση ανάμεσα σε μετανάστη και πρόσφυγα δεν ξεκαθαρίζει «αν δικαιούται κάποιος να διασχίσει ένα σύνορο ή το αν θα έπρεπε να δικαιούται. Πολλοί πιστεύουν ότι ο όρος [μετανάστης] ανέπτυξε πρόσφατα αρνητικούς συνειρμούς. Τον μεταχειρίζονται εννοώντας ’όχι πρόσφυγας’».
τη δεκαετία του 1990 η περίπτωση των μαζικών ροών από την πρώην Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα αντιμετωπίστηκε με βάση την κατηγορία του ομογενή. Όπως γίνεται κατανοητό από τη σύνθεση της λέξης, πρόκειται για μια κατηγορία που δίνει έμφαση στη συγγένεια αίματος (ίδιο γένος/αίμα). Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η αφορμή να αποκαλυφθούν πολλές κοινότητες που θεωρήθηκαν διασπορικές, όπως οι Έλληνες, οι Γερμανοί, οι Εβραίοι. Σε αυτές τις κοινότητες μπορούσε να τεκμηριωθεί ιστορικά μια πολιτισμική σχέση με έναν άλλο γεωγραφικό χώρο ή κράτος, όπως η Ελλάδα, η Γερμανία ή το Ισραήλ. Οι ένοπλες συγκρούσεις, ο εθνικισμός και τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα έκαναν πολλά από τα μέλη αυτών των κοινοτήτων να θέλουν να φύγουν από τη Σοβιετική Ένωση. Η γνώση της γλώσσας αλλά και η αναγνώρισή τους από τις ιστορικές πατρίδες βοήθησαν τη λεγόμενη επιστροφή τους σε αυτές, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις η λέξη επιστροφή ήταν ψευδής. Επρόκειτο μάλλον για άφιξη. Η αναγνώριση αυτή συμπεριλάμβανε ένταξη στην εκπαίδευση, πρόσβαση σε επιδόματα, άτοκα ή χαμηλότοκα δάνεια για στέγαση καθώς και πολιτική αναγνώριση, δηλαδή επίσημα έγγραφα (δελτίο ομογενούς) που τους έδιναν δικαίωμα για διαμονή και εργασία. Οι κοινωνικές αυτές πολιτικές, δεν έγιναν αποδεκτές αμέσως από την ελληνική κοινωνία. Αυτό όμως που διαφαίνεται είναι ότι είχαν ως βάση, όχι την αυθαίρετη διάκριση ανάμεσα σε πρόσφυγες και μετανάστες, αλλά τη διάκριση ανάμεσα σε ελληνικής καταγωγής και αλλοεθνείς μετανάστες. Η πρώτη κατηγορία έπρεπε να τεκμηριωθεί με βάση τα ιστορικά κριτήρια της εθνοτικής ταυτότητας (γλώσσα, θρησκεία κτλ.). Αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο να στοιχειοθετηθεί, πράγμα που οδήγησε σε πληθώρα παρεξηγήσεων, υποψιών αλλά και σκανδάλων.