Ήταν βράδυ Χριστουγέννων του 1948.
Οι χωριανοί στο Μαραθόκαμπο από πολύ νωρίς τελείωσαν τις βίζιτες στα σπίτια των εορταζόντων, μ’ όσο κέφι τους απόμεινε κι όσο τους επέτρεπαν οι καταστάσεις εκείνης της εποχής. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας άρχιζε με το ηλιοβασίλεμα.
Ο εμφύλιος βρίσκονταν στο αποκορύφωμά του, ο φόβος, η φτώχια και η απόγνωση βασίλευαν παντού και στο χωριό, πολλοί είχαν φίλους και συγγενείς και αδερφούς που πολεμούσε ο ένας τον άλλον.
Δύσκολες μέρες που να μη σώσουν να ξανάρθουν ποτέ.
Με τον ερχομό της νύχτας ακούστηκαν τουφεκιές που κανένας δεν τους έδωσε ιδιαίτερη σημασία καθώς ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνους τους καιρούς. Όμως αυτές οι τουφεκιές δεν ήταν σαν τις άλλες, είχαν κάτι το διαφορετικό, όλο και γίνονταν πιο πυκνές κι ακούγονταν όλο και πιο κοντά, σαν σε επίθεση.
Πράγματι οι αντάρτες, ο Δημοκρατικός Στρατός της Σάμου, έκαναν επίθεση στο χωριό.
Η δύναμη και η ορμή τους ήταν τόση που ανάγκασε γρήγορα τους χωροφύλακες και τους ΜΑΥδες, απ’ τα γύρω φυλάκια, να συμπτυχθούν στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου απ’ όπου κρατούσαν άμυνα υπερασπιζόμενοι τον εαυτό τους και μόνο.
Ολόκληρο το χωριό βρίσκονταν στα χέρια των ανταρτών.
Το μόνο θύμα αυτής της επέλασης ήταν ένας χωροφύλακας που, διατελώντας εν ευθυμία λόγω της εορτής του, αψηφώντας τον κίνδυνο, πυροβολούσε ακάλυπτος, κάτω απ’ την κουκουναριά που μέχρι σήμερα υπάρχει στη παλιά αστυνομία, το ιστορικό σπίτι του Παπαχάρακα που κάηκε πριν λίγα χρόνια.
Νωρίς, πριν ξημερώσει οι αντάρτες άρχισαν να αποσύρονται απ’ το χωριό.
Δεν περίμεναν να ξημερώσει, γιατί θα γίνονταν δύσκολες κι επικίνδυνες οι μετακινήσεις τους καθώς το αντιτορπιλικό ΚΡΗΤΗ που ήρθε την νύχτα κι άραξε στον Όρμο, θα τους χτυπούσε με τα κανόνια του. Αλλά και τη νύχτα τους δυσκόλεψαν οι προβολείς του καραβιού φανερώνοντας τις θέσεις τους.
Ένας επί πλέον λόγος που τους ανάγκασε να φύγουν ήταν και η πιθανότητα να φτάσουν ενισχύσεις.
Μια ομάδα ΜΑΥδες, με επικεφαλής τέσσερα αδέρφια Μαραθοκαμπίτες και μερικούς άλλους ακόμα, δεν κλείστηκαν με τους υπόλοιπους στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου αλλά πήγαν κι έστησαν ενέδρα εκεί κατά τους Αγίους Πάντες, στο δρόμο που πάει προς την Καστανιά, απ’ όπου υπολόγιζαν ότι θα περνούσαν οι αντάρτες με τα ζώα φορτωμένα εφόδια που θα αποκόμιζαν απ’ το χωριό.
Και πραγματικά δεν έπεσαν έξω. Οι αντάρτες πέρασαν από εκεί με πολλά ζώα φορτωμένα κυρίως με τρόφιμα.
Η ομάδα χτύπησε, σκότωσαν έναν Μαραθοκαμπίτη αντάρτη, μερικά ζώα σκοτώθηκαν, πολλά τραυματίστηκαν κι άλλα αφηνίασαν, σκορπίζοντας στο δρόμο και τα χωράφια το φορτίο τους.
Οι αντάρτες αντεπιτέθηκαν και συνέλαβαν δυο ΜΑΥδες, ο ένας ήταν απ’ τον Μαραθόκαμπο κι ο άλλος απ’ τον Πλάτανο.
Είχε πια ξημερώσει η επομένη των Χριστουγέννων, γιορτή της Παναγίας.
Οι χωροφύλακες και οι ΜΑΥδες βγήκαν απ’ την εκκλησία και το άψυχο σώμα του συμπολεμιστή τους που κείτονταν κάτω απ’ τη κουκουναριά τους αφιόνισε.
Μια ομάδα απ’ αυτούς κατευθύνθηκε στην συνοικία της Αγίας Παρασκευής και δολοφόνησαν εν ψυχρώ την κατάκοιτη μάνα και τον υπέργηρο πατέρα ενός αντάρτη, την δε ανύπαντρη κόρη τους και αδελφή του, την έσυραν μέχρι την πλατεία του Αγίου Αντωνίου όπου και την αποτέλειωσαν.
Το στυγερό αυτό έγκλημα προσπάθησαν οι αρχές στη συνέχεια να το δικαιολογήσουν λέγοντας ότι ο γιός των θυμάτων ήταν αυτός που σκότωσε τον άτυχο χωροφύλακα και έτσι «το ατυχές συμβάν» έγινε εν βρασμώ ψυχής και σαν αντίποινα.
Τώρα ποιος μπόρεσε μέσα στη νύχτα και στον χαλασμό να διακρίνει ποιος πυροβόλησε ποιον ένας Θεός το ξέρει.
Οι ίδιοι οι «νταήδες» επιχείρησαν να σκοτώσουν και την έγκυο γυναίκα ενός ηγετικού στελέχους των ανταρτών που κατοικούσε στην ίδια γειτονιά, όμως επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι και σταμάτησε το κακό.
Στην όλη επιχείρηση πρωτοστάτησε, λένε, ένας χωροφύλακας απ’ την Κρήτη.
Μάλιστα είχε φορέσει και την Κρητική του φορεσιά με τα μαχαίρια και το μαύρο μαντήλι με τα κρόσσια στο κεφάλι, για να δείξει την παλικαριά του…..
Αυτό είναι το δεύτερο δείγμα «απάνθρωπης παλικαριάς» από μερικούς φανατικούς Κρητικούς στο Μαραθόκαμπο, το πρώτο τους ήταν το 1917 όταν έλουσαν με πετρέλαιο κι έκαψαν ζωντανή τη μάνα των Γιαγάδων, στη πλατεία της Λάκας. Άλλο άγριο αντάρτικο κι αυτό….
Ο χωροφύλακας αυτός όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε αλλά, όπως λέγανε αργότερα, μόλις απολύθηκε διορίστηκε υπάλληλος στο ταχυδρομείο Χανίων.
Έτσι για τον «ηρωισμό» του αυτόν αμείφτηκε πλουσιοπάροχα απ’ το Κράτος…
Ο αρχηγός της επιχείρησης των ανταρτών ήταν κι αυτός Μαραθοκαμπίτης και μεταξύ των άλλων, είχε εντολή απ’ το αρχηγείο να εκτελέσει μερικά άτομα, εχθρικώς διακείμενα προς το Δημοκρατικό Στρατό Σάμου. Ίσως όμως γιατί ήταν χωριανός, ή ποιος ξέρει για ποιούς άλλους λόγους, φαίνεται να περιορίστηκε σε συστάσεις και αρκέστηκε σε υποσχέσεις και στα πολεμοφόδια που του παρέδωσαν.
Για την πράξη του αυτή πέρασε ανταρτοδικείο με την κατηγορία της ανυπακοής, τον καταδίκασαν σε θάνατο μαζί με τους δυο ΜΑΥδες που είχαν συλλάβει και τους εκτέλεσαν όλους ρίχνοντάς τους στη συνέχεια στη λεγόμενη γράβα του Πανάρετου στον Κέρκη.
Εβδομήντα χρόνια πέρασαν από τις τραγικές εκείνες μέρες των Χριστουγέννων του 1948 και οι μνήμες είναι ακόμα ζωντανές μέσα μου.
Ο άτυχος χωροφύλακας ήταν παντρεμένος και άφησε χήρα και δυο ανήλικα παιδιά.
Η οικογένεια που δολοφόνησαν οι κυβερνητικοί ήταν από τις πιο έντιμες του Μαραθοκάμπου.
Όσοι σκοτώθηκαν εκείνους τους καιρούς και απ’ τις δυο πλευρές ήταν Έλληνες.
Ο εμφύλιος ρήμαξε την Ελλάδα.
Ο μεγάλος χαμένος ήταν ο Ελληνικός λαός.
Και δυστυχώς κερδισμένοι βγήκαν οι ξένοι που μας άναψαν τη φωτιά..
Σημείωση: Μ.Α.Υ, Ή ΜΑΥδες: Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου, οπλίτες μισθοφόροι.
Σάμος 18-12-2018
Ε. Γ. Κιλουκιώτης έγραψε.
Εμ. Ν. Κάρλας επιμελήθηκε.
Ο καταπράσινος Μαραθόκαμπος με τον Κέρκη, φωτογραφία Σιδερής Παπαγεωργίου.
ΠΗΓΗ:https://kiloukiotis-evaggelos.blogspot.com