Γράφουν οι Κατερίνα Αρσλανίδου και Γιάννης Βούρος*
Διεξοδικώς και επανειλημμένως αναλυμένο είναι το πολυσχιδές ζήτημα της ανθρώπινης ευθανασίας, έννοιας πολύπλοκης, επ’ ευκαιρία της οποίας έχουν δομηθεί με ζήλο εκατοντάδες επιχειρήματα υπέρ της και κατά της. Με δύο λόγια, η ευθανασία πρόκειται για την εκούσια ή ακόμα και ακούσια αφαίρεση της ζωής από έναν άνθρωπο, με σκοπό τη διασφάλιση της αξιοπρέπειάς του διά της αποφυγής του ενδεχόμενου διασυρμού του από μία κατάσταση μακροχρόνιας και ανίατης νόσου. Ο αντίλογος, τα διλήμματα πάσης φύσεως, κυρίως όμως νομικής και ηθικής, είναι πάμπολλα και, το δίχως άλλο, η απόλυτη υιοθέτηση της μίας ή της άλλης θέσης δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Είδη ευθανασίας
Όταν ο ασθενής κουράζεται να παλεύει και αισθάνεται άνισο τον αγώνα με την ανίατη, ενδεχομένως, ασθένειά του, τότε, είναι που ζητάει να επέλθει ο θάνατος ήσυχα και αβίαστα. Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι πράγματι ο ασθενής επιλέγει αυτόν τον δρόμο, μιλάμε για εκούσια ευθανασία, η οποία μπορεί να είναι είτε ενεργητική είτε παθητική. Ειδικότερα, στην ενεργητική χορηγείται ουσία με άμεσο αποτέλεσμα τον θάνατο, ενώ στην παθητική αποσύρεται η θεραπευτική αγωγή που κρατά εν ζωή τον ασθενή.
Ακόμη, ιδιαίτερη κατηγορία ευθανασίας είναι η έμμεση, σύμφωνα με την οποία χορηγούνται φαρμακευτικές ουσίες με σκοπό την ανακούφιση του ασθενούς από τα δυσάρεστα συμπτώματα της νόσου, οι οποίες, ωστόσο, έμμεσα καταστέλλουν το αναπνευστικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού και τελικά προκαλούν τον θάνατο. Περαιτέρω, ως μη εθελοντική ενεργητική ευθανασία ονομάζουμε αυτή που πραγματοποιείται με τη χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών, ώστε να μπει τέλος στη ζωή του ασθενούς, ο οποίος δεν είναι σε θέση διανοητικά να το απαιτήσει ρητώς.
Αξίζει να σημειωθεί, επιπροσθέτως, ότι δεν επιλέγει πάντοτε ο ίδιος ο πάσχων τον δρόμο της ευθανασίας, αλλά ίσως και κάποιο πρόσωπο του κύκλου του για ποικίλους λόγους. Σίγουρα, είναι οδυνηρό και επώδυνο να αντικρύζει κανείς τον δικό του άνθρωπο να παλεύει και να πονά στο κρύο δωμάτιο ενός νοσοκομείου και αυτό ίσως αποτελεί το κίνητρο που οδηγεί κάποιον να ζητήσει τον πρόωρο θάνατο του αγαπημένου του. Τρόπον τινά, μιλάμε για την ακούσια ευθανασία, η οποία υποδιαιρείται και αυτή σε ενεργητική και παθητική.
Είδος ευθανασίας, σπανίως απαντώμενο, αποτελεί επίσης και η ιατροϋποβοηθούμενη αυτοκτονία. Σε αυτή την περίπτωση, ο ιατρός δίδει θεραπευτική αγωγή στον ασθενή γνωρίζοντας πως θα χρησιμοποιηθεί από εκείνον με σκοπό να βάλει τέλος στη ζωή του.
Νομική προσέγγιση
Η ανωτέρω ανάλυση των ειδών της ευθανασίας αποτελεί την καλύτερη αφορμή και το προσφορότερο, εν προκειμένω, μέσο για την εμπεριστατωμένη νομική προσέγγιση ενός τόσο πολύπλοκου ζητήματος, προσαρμοσμένη ωστόσο στο πλαίσιο και στις δυνατότητες ενός άρθρου.
Η ευθανασία ως όρος, καταρχήν, στη νομική επιστήμη παραπέμπει στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο και δη στο πρώτο τμήμα του δέκατου πέμπτου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα, ήτοι στα εγκλήματα βλάβης της ζωής του ανθρώπου.
Προτού υπεισέλθουμε σε διεξοδικότερη ανάλυση, πρέπει να τονίσουμε, ότι η ευθανασία σε όλες τις μορφές της, απαγορεύεται ρητά στο ελληνικό δικαιικό σύστημα. Βεβαίως, δεν υπάρχει ορισμένη διάταξη στην οποία να γίνεται αναφορά στον όρο καθαυτό, ωστόσο η σχετική απαγόρευση πηγάζει από το περιεχόμενο των άρθρων 299, 300 και 301 του Ποινικού Κώδικα. Ακόμη, σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, ο θεράπων ιατρός, σε περίπτωση ανίατης ασθένειας ευρισκομένης στο τελικό της στάδιο και έχοντας εξαντληθεί όλα τα θεραπευτικά περιθώρια, οφείλει να παρέχει στον ασθενή παρηγορητική αγωγή με σκοπό την ανακούφιση των όποιων ψυχοσωματικών του πόνων.
Η διάκριση των ειδών της ευθανασίας, ως ανωτέρω διεμήφθη, γεννά τον εξής προβληματισμό. Ποινικά, ευθανασία χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενούς δε νοείται, ακόμα και αν ο ασθενής δεν είναι σε θέση πνευματικά ή σωματικά για να την απαιτήσει. Αφαίρεση της ζωής κατά την έννοια της ακούσιας ευθανασίας συνιστά το αδίκημα της κατ’ άρθρο 299 ΠΚ ανθρωποκτονίας με δόλο εις βάρος αυτού που την εκτελεί, ενώ σε περίπτωση «συναίνεσης» συγγενών του παθόντος γεννώνται ποινικές ευθύνες κατά τη διάταξη του άρθρου 46, παρ.1 του Ποινικού Κώδικα περί ηθικής αυτουργίας. Αυτό συμβαίνει, διότι στην ακούσια ευθανασία εκλείπει το στοιχείο της επίμονης απαίτησης του ασθενούς, όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 300 ΠΚ. Σχετικά με την ακούσια παθητική ευθανασία, η ποινική ευθύνη του δρώντος -συνήθως ιατρού- προκύπτει αυτή τη φορά διά της σκόπιμης παράλειψής του να αποτρέψει τον θάνατο του ασθενούς, λόγου χάρη διά της χορήγησης της δέουσας φαρμακευτικής αγωγής. Συνεπώς, η βασική διαφορά στην ποινική αντιμετώπιση μεταξύ εκούσιας και ακούσιας ευθανασίας είναι ότι στην πρώτη περίπτωση έχουμε μία ενέργεια και στη δεύτερη μία παράλειψη εκ μέρους του δράστη.
Περαιτέρω, το άρθρο 300 ΠΚ περιγράφει κατά κάποιο τρόπο την ευθανασία, όπως αυτή ορίστηκε ανωτέρω, αλλά με μία ουσιώδη διαφορά. Προκειμένου να πληρούνται οι ειδικές υποστάσεις του συγκεκριμένου αδικήματος απαιτείται ο δράστης να έχει επιχειρήσει την ανθρωποκτονία κατόπιν σπουδαίας και επίμονης απαίτησης και κινούμενος από οίκτο προς το θύμα, το οποίο έπασχε από ανίατη ασθένεια. Η διαφορά, συνεπώς, έγκειται στις φράσεις βαρύνουσας σημασίας «σπουδαία και επίμονη απαίτηση» και «από οίκτο», οι οποίες δε δικαιολογούν την ανθρωποκτονία, απλώς την υπαγάγουν στη συγκεκριμένη διάταξη πλημμεληματικής μορφής και την τιμωρούν με φυλάκιση και όχι με κάθειρξη.
Με την ίδια ποινική μεταχείριση αντιμετωπίζεται και η διάταξη του άρθρου 301 περί συμμετοχής σε αυτοκτονία, διάταξη που θα λέγαμε ότι περιγράφει κατά κάποιο τρόπο το είδος της ιατροϋποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Στη συγκεκριμένη διάταξη, προβλέπεται ουσιαστικώς ποινική ευθύνη του θεράποντος ιατρού, ο οποίος συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην αυτοκτονία ενός ατόμου και που χωρίς τη συμβολή του αυτή, η αυτοκτονία δε θα είχε τελεστεί. Φυσικά, η συγκεκριμένη διάταξη, γενική ούσα, δεν αποκλείει την ποινική ευθύνη και οποιουδήποτε άλλου πέραν του ιατρού επιχειρεί παντοιοτρόπως να βοηθήσει στην αυτοκτονία του θύματος ή ακόμα και να την προκαλέσει.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι υποκειμενικές νομικές έννοιες που αναφέρονται στα ανωτέρω άρθρα επιδέχονται ανάλυσης σχεδόν μόνο θεωρητικής, καθώς σπανίως υποθέσεις με αντικείμενο την ευθανασία έχουν απασχολήσει την ελληνική δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένες διατάξεις να μην έχουν υποστεί κατάλληλη νομολογιακή επεξεργασία ζύμωση.
Στον αντίποδα, οι υπερασπιστές της ευθανασίας επικαλούνται ή ορθότερα προτάσσουν έναντι της ίδιας της ζωής την αξιοπρέπεια της ζωής. Εν ολίγοις, προτάσσουν το ευ ζήν έναντι του ζην, το «υπάρχω» έναντι του «ζω».
Νομικά αυτό ερμηνεύεται ως εξής: ότι ο νόμος πρέπει να προστατεύει ρητά, όχι μόνο τη ζωή ως υπέρτατο αγαθό, αλλά και την αξιοπρέπεια αυτής, η οποία ως έννοια απαντάται στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά με άλλη σημασία -δυσχερώς και ποικιλοτρόπως ερμηνευόμενη- και σίγουρα όχι ως αιτία νομιμοποίησης της ευθανασίας.
Πιο συγκεκριμένα, η αξιοπρέπεια του ζην προστατεύεται έμμεσα στη διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 2 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα, υπό την έννοια βέβαια της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας αφενός και της προστασίας αυτής αφετέρου και χωρίς να είναι δυνατόν, νομικώς και νομολογιακώς, να δοθεί σαφής ορισμός για την προσωπικότητα. Για την αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων, σημειώνεται ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις αφορούν γενικά στην προστασία του ευ ζην, αλλά κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να είναι νομικά παράδοξο να τις θεωρούμε βάση για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας.
Τα ηθικά διλήμματα του νοσηλευτή
Προκειμένου ο νοσηλευτής, στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματος του, να λάβει μια ηθική απόφαση, χρειάζεται να είναι γνώστης της νοσηλευτικής δεοντολογίας καθώς και να έχει υπόψιν του τις βασικές αρχές που διέπουν το λειτούργημά του. Οι ουσιώδεις αυτές αρχές περιστρέφονται γύρω από έναν σημαντικό άξονα, αυτόν του σεβασμού για τον άνθρωπο.
Αρχικά, σύμφωνα με την αρχή της αυτονομίας, κάθε ασθενής έχει το δικαίωμα να λαμβάνει μόνος του τις αποφάσεις για θέματα που τον αφορούν, βασιζόμενος σε δικές του προσωπικές αξίες, αλλά βέβαια και να δέχεται τα αποτελέσματα των αποφάσεων του. Επομένως, το δικαίωμα της αυτονομίας του πάσχοντος είναι αυτό από το οποίο, ορμώμενος, εκφράζει την θέληση του για πρόωρο τέλος. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, γεννάται το δίλημμα του νοσηλευτή. Και τούτο, διότι ο επαγγελματίας υγείας έχει ως δική του προσωπική και επαγγελματική αρχή, αλλά και ως καθήκον του, να σέβεται απεριόριστα και ανιδιοτελώς την ανθρώπινη ζωή και να απέχει από οποιαδήποτε πράξη είναι δυνατόν να την ταλαιπωρήσει και φυσικά να την απειλήσει, δημιουργώντας ένα ασφαλές περιβάλλον παροχής υπηρεσιών υγείας. Παράλληλα, η αρχή της ωφελιμότητας δεσμεύει τον νοσηλευτή, αφού, σύμφωνα με αυτή, δεν πρέπει να βλάπτεται κανείς, αντιθέτως όλοι να ωφελούνται.
Για τους ανωτέρω, λοιπόν, λόγους, το ζήτημα της ευθανασίας αποτελεί δίλημμα, καθώς πρόκειται για σύγκρουση αξίων. Oι Lowenberg και Dolgoff, το 1992, ιεράρχησαν τις ηθικές αρχές σε μια προσπάθεια να ξεκαθαριστεί κάπως το τοπίο. Έτσι, ως ύψιστη ηθική αρχή θεωρήθηκε η αρχή της προστασίας της ζωής, ακολούθησε η αρχή της ισότητας, της αυτονομίας και ελεύθερης βούλησης, της ελάχιστης βλαπτικότητας, η αρχή της ποιότητας ζωής, της ιδιωτικότητας και εμπιστευτικότητας και τέλος αυτή της ειλικρίνειας και της αποκαλυπτικότητας.
Ωστόσο, το ζήτημα της ευθανασίας γεννά άπειρα και άνευ αποκλειστικής απάντησης ερωτήματα στον κλάδο της νοσηλευτικής, διότι η εμπλοκή τρίτου προσώπου, ώστε να επέλθει το τέλος μίας ανθρώπινης ζωής, υπό αυτές τις συνθήκες, από μόνη της δεν είναι παρά ένα πολυδιάστατο και αμφιλεγόμενο θέμα.
Από τη σκοπιά του νοσηλευτή, πέραν των επαγγελματικών δυσκολιών που καλείται να δεχτεί, δημιουργούνται προκλήσεις για αναθεώρηση των προσωπικών αξιών του στις οποίες μέχρι πρότινος ήταν πιστός.
Τί θεωρεί κάποιος σωστό και τί λάθος, τί ηθικό και τί ανήθικο; Αυτά είναι τα ερωτήματα που καλείται κάποιος να απαντήσει στον εαυτό του για κάθε μεμονωμένη περίπτωση ασθενούς, διότι ο νοσηλευτής ως επαγγελματίας υγείας παρακολουθεί την πορεία της νόσου και γνωρίζει πως το λειτούργημά του στρέφεται γύρω από την υποχρέωση να ανακουφίσει τον πόνο και να αντιμετωπίσει επιτυχώς τη συμπτωματολογία.
Τί γίνεται, λοιπόν, όταν πλέον δεν περνά τίποτα από το χέρι του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού; Τότε, θα έλεγε κανείς «ναι» σε έναν εύκολο και ήσυχο θάνατο που θα πρόσφερε γαλήνη και ηρεμία στον πάσχοντα ή θα εξαντλούσε και την τελευταία ρανίδα ελπίδας μέχρι το τελευταίο λεπτό για μία ξαφνική και ίσως απρόβλεπτη βελτίωση της υγείας του ασθενούς; Γιατί, τελικά, ποιος γνωρίζει σίγουρα αν υπάρχει ελπίδα; Μάλλον, κανείς!
*Η Κατερίνα Αρσλανίδου είναι φοιτήτρια Νοσηλευτικής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.
*Ο Γιάννης Βούρος είναι φοιτητής Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.